“Τη μέρα που έμαθαν ότι οι Αμερικάνοι είχαν βομβαρδίσει τη Χιροσίμα, οι παππούδες μου… πανηγύρισαν. Όλη η χώρα πανηγύρισε. Όχι στους δρόμους, δεν μπορούσαν, αλλά ο καθένας στο σπίτι του, πανηγύρισε”. Το διαβάζεις στα Ελληνικά, και… κάτι “δεν κολλάει”, είτε επειδή οι δικοί μας παππούδες δεν είχαν λόγο να χαρούν για τον βομβαρδισμό της Χιροσίμα, είτε επειδή -έχω την αίσθηση, αν όχι τη βεβαιότητα- ο μέσος Έλληνας σήμερα βλέπει με συμπάθεια τους Ιάπωνες, και δε(;) φανταζόμαστε πώς μπορεί κάποιος να “πανηγύρισε” για τον θάνατο δεκάδων και δεκάδων χιλιάδων αμάχων. Φανταστείτε όμως να ακούτε αυτές τις τρεις προτάσεις -στα Αγγλικά- από Μαλαισιανή, η χώρα της οποίας στις 6 Αυγούστου του 1945 (μέρα του βομβαρδισμού) ήταν ακόμα υπό ιαπωνική κατοχή, κατά τη διάρκεια της οποίας Ιάπωνες διέπραξαν τα ίδια -αν όχι χειρότερα- εγκλήματα με εκείνα Γερμανών στην Ελλάδα, και οι λέξεις των ίδιων τριών προτάσεων αρχίζουν να… “κολλάνε” μεταξύ τους, να βγάζουν νόημα…
Με τον “A-Bomb Dome” (το κτήριο με τον θόλο που ο σκελετός του άντεξε -όσο άντεξε- την έκρηξη, κι όλοι μας έχουμε δει αμέτρητες φορές στην τηλεόραση) απέναντί μας, λίγα μέτρα από τη γέφυρα που οι Αμερικάνοι είχαν θέσει σαν στόχο του βομβαρδισμού (φρόντισαν η έκρηξη να γίνει όσο η βόμβα ήταν ακόμα στον αέρα, για να προκαλέσει τη μεγαλύτερη δυνατή καταστροφή), στην άκρη του πάρκου που είναι αφιερωμένο στην ειρήνη και στη μνήμη όσων σκοτώθηκαν τότε, προσπάθησα να βάλω τον εαυτό μου στη θέση της φίλης μου και των παππούδων της. Δύσκολο… Ήταν μέσα Μαΐου, πέρσι, είχαμε ήδη περάσει πάνω από δύο βδομάδες στην Ιαπωνία, είχαμε ήδη… “κερδηθεί” (ελαφρώς αδόκιμο γραμματικά, αλλά…) από τους Ιάπωνες, είχαμε ήδη μοιραστεί με αρκετούς εξ εκείνων πολλές όμορφες στιγμές, κι επιπλέον, είχα σαν… “χτυπημένη σαν τατουάζ” στο μυαλό μου τη φατσούλα ενός πιτσιρίκου, μαθητή, 5-6 ετών, που είχαμε δει νωρίς εκείνο το πρωί στο τραμ…
Είχαμε φθάσει στη Χιροσίμα με βραδινό λεωφορείο από την Ο(o)σάκα (γραμμένο με λατινικούς χαρακτήρες, το όμικρον στις ιαπωνικές λέξεις που έχει μία παύλα από πάνω, όπως το πρώτο γράμμα του ονόματος της συγκεκριμένης πόλης, προφέρεται ελαφρώς παρατεταμένο). Μετά από 15+ ημέρες εκεί, στο Τόκιο, στη Γιοκοχάμα, στο Κιότο και στο Κόμπε, η πρώτη μου εντύπωση κατεβαίνοντας από το λεωφορείο της Willer Express στο κέντρο της Χιροσίμα, ήταν ότι… είχαμε αποβιβαστεί στη δεκαετία του ’80(!). Σε σύγκριση με το Τόκιο και την Οσάκα, τα κτήρια στον κεντρικότερο δρόμο της Χιροσίμα μού φάνηκαν… τρία κλικ παλιότερα, λιγότερο μοντέρνα. Το τραμ με το οποίο πήγαμε στον ξενώνα μας, έμοιαζε επίσης κατάλοιπο -πολύ- παλιότερης δεκαετίας, ενώ ακόμα και το πώς ήταν ντυμένοι οι συνεπιβάτες μας συνέβαλε στο να μείνω με την αίσθηση ότι η Χιροσίμα είναι… άλλη Ιαπωνία, κάτι μάλλον λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι σχεδόν παγκόσμιος κανόνας είναι σε κάθε χώρα οι μεγαλύτερες πόλεις να… εκμοντερνίζονται πρώτες και πιο θεαματικά, με τις μικρότερες πόλεις, σαν τη Χιροσίμα, με πληθυσμό λίγο μεγαλύτερο από εκείνον της Θεσσαλονίκης “μου/μας”, να… περιμένουν τη σειρά τους (κυρίως όσον αφορά τη διάθεση κρατικών κονδυλίων).

Ένα από τα… όχι ακριβώς και τελευταία λέξη της τεχνολογίας, τραμ της Χιροσίμα
Στο τραμ, το πρόσωπο που μου τράβηξε περισσότερο την προσοχή ήταν ενός πιτσιρίκου, ο οποίος στα δικά μου μάτια φάνηκε μαθητής νηπιαγωγείου, τόσο μικρός. Κουκλάκι σκέτο, φορώντας την -παλιομοδίτικη- σχολική στολή του, με το τρισχαριτωμένο σακιδιάκι του στην πλάτη κι ένα ολοστρόγγυλο καπελάκι στο κεφάλι του (τα παιδιά στα σχολεία της Ιαπωνίας ντύνονται ομοιόμορφα), πήγαινε στο σχολείο μόνος, χωρίς συνοδεία γονιού/άλλου ενηλίκου, κάτι πολύ φυσιολογικό στην αξιοζήλευτα ασφαλή Ιαπωνία.

Μαθητές, στο πάρκο του υπάρχει σήμερα στο σημείο που το 1945 εξερράγη (ενώ ήταν ακόμα στον αέρα) η βόμβα
Κάποια στιγμή κάθισε δίπλα σε έναν ηλικιωμένο κύριο, τόσο μικρούλης που τα πόδια του δεν έφθαναν στο πάτωμα. Ο κύριος κάτι του είπε, κι ο μικρός έγνεψε καταφατικά, ξανά, και ξανά, ντροπαλά. Το τραμ ήταν σχεδόν γεμάτο, όμως ο κόσμος στα μέσα μαζικής μεταφοράς στην Ιαπωνία είναι τόσο διακριτικός που ο μόνος ήχος που ακούγαμε ήταν… ο ήχος του ίδιου του τραμ. Όταν έφθασε στη στάση του, ο πιτσιρίκος σηκώθηκε, έκανε μία σύντομη υπόκλιση -σήμα κατατεθέν των Ιαπώνων- σε ένδειξη σεβασμού στον ηλικιωμένο κύριο, και κατέβηκε. Χιλιάδες συνομήλικοί του ήταν μεταξύ των θυμάτων του βομβαρδισμού το 1945, παρατήρηση με την οποία δεν έχω πρόθεση να κάνω το κείμενο ψευτο-μελό, παρά απλά να εξηγήσω γιατί δυσκολευόμουν να “χωνέψω” το “εμείς πανηγυρίσαμε για τη βόμβα” της Μαλαισιανής φίλης μου…

Στήλη/μνημείο αφιερωμένο στους περίπου 20.000 Κορεάτες που σκοτώθηκαν στη Χιροσίμα, ίσως τα πιο άδικα χαμένα θύματα της βόμβας (μαζί με τα γυναικόπαιδα των Ιαπώνων), μια και δεν επρόκειτο καν για Ιάπωνες, αλλά για ανθρώπους που στην πλειοψηφία τους βρίσκονταν στη Χιροσίμα παρά τη θέλησή τους, υποχρεωμένοι από τους κατακτητές της δικής τους πατρίδας, της Κορέας, να δουλεύουν στην Ιαπωνία
Πηγαίνοντας στη Χιροσίμα (για έξι ολόκληρες ημέρες), τρεις ήταν οι προτεραιότητές μου: να πάω στην περιοχή που είχα δει αμέτρητες φορές στην τηλεόραση, εκεί που είναι ο “A-Bomb Dome”, να πάω σε -ποδοσφαιρικό- παιχνίδι της τοπικής Σανφρέτσε, και… γενικώς κι αορίστως, να τριγυρίσω στην πόλη. Τα έκανα και τα τρία, όμως ειδικά το πρώτο πέρασε από… διάφορες “φάσεις”. Την πρώτη μέρα είχα σκοπό να πάω και στο μουσείο που υπάρχει στον χώρο/πάρκο, όμως με τη διάθεσή μου να έχει… “βαρύνει” σκεπτόμενος τι συνέβη εκεί πριν από 70 χρόνια, το ανέβαλα για άλλη μέρα. Τη δεύτερη φορά που πέρασα από εκεί, έβγαλα στα πεταχτά κάποιες φωτογραφίες του κτηρίου με τον θόλο και συνέχισα τη βόλτα. Την τρίτη φορά που βρέθηκα εκεί κοντά, όχι μόνο είχα ήδη διαγράψει από το μυαλό μου τη σκέψη να πάω στο μουσείο, αλλά… όσο κουτό κι ανόητο κι αν ίσως φαίνεται, επέλεξα άλλον δρόμο για να επιστρέψω στον ξενώνα, αποφεύγοντας να περάσω ξανά από το κτήριο με τον θόλο. Απλά, δεν ήθελα να “βαρύνω” ξανά τη διάθεσή μου βλέποντάς το.
Τις τρεις τελευταίες ημέρες μου στη Χιροσίμα, με τη φίλη μου να έχει ήδη επιστρέψει στη Μαλαισία, το κτήριο με τον θόλο το είδα μόνο από μακριά, κάνοντας βόλτα δίπλα στο ποτάμι. Γενικά είμαι… χοντρόπετσος, δε λυπάμαι εύκολα κάποιον, κρατάω -συναισθηματικά- αποστάσεις από ανθρώπους και καταστάσεις, με ενδιαφέρει πολύ η -πρόσφατη, περισσότερο- ιστορία όλων των τόπων στους οποίους ταξιδεύω, όμως κατά κανόνα παραμένω ενθουσιώδης μεν, ουδέτερος δε, παρατηρητής. Να όμως που, απροσδόκητα, η… ατμόσφαιρα γύρω από το σημείο στο οποίο εξερράγη η βόμβα στη Χιροσίμα με επηρέασε αφάνταστα περισσότερο από όσο περίμενα…

Οι Ιάπωνες έχουν ένα κόμικ για κάθε περίσταση, ακόμα και για τις εργασίες συντήρησης μίας γέφυρας. Ο μηχανικός-γιατρός περιποιείται την… τραυματισμένη γέφυρα, κι αυτή ανακτά τις δυνάμεις της και είναι σαν καινούργια. Ιαπωνία, κόμικς, παντού, για όλα
Κατά τα άλλα, η Χιροσίμα αποδείχθηκε μία πολύ ευχάριστη πόλη, με έντονο υγρό στοιχείο, περιποιημένα πάρκα, πεντακάθαρη (κάτι που αποτελεί πλεονασμό να αναφέρεται, μια και πρόκειται για ιαπωνική πόλη), με ανακατασκευασμένο κάστρο (με τάφρο τριγύρω), με γευστικότατες τοπικές σπεσιαλιτέ (κάθε ιαπωνική πόλη που… σέβεται τον εαυτό της έχει τοπικές σπεσιαλιτέ), πόλη… άρ-ρω-στη με το μπέιζμπολ (όπως συνολικά η Ιαπωνία), εσχάτως ερωτευμένη και με το ποδόσφαιρο (περισσότερα επ’ αυτού στην επόμενη παράγραφο), με τη γειτονική Μιγιατζίμα να είναι ο ορισμός της εύκολης και απολαυστικής ημερήσιας εκδρομής. Η εικόνα ενός “torii”, μίας “πύλης”, να… επιπλέει πάνω στο νερό, ανήκει στην ομάδα εκείνων που… βροντοφωνάζουν “πιο ιαπωνική, δε γίνεται”, κι εκείνο που καθιστά την επίσκεψη στη Μιγιατζίμα και στο “torii” της ακόμα πιο εξαιρετική, ιδιαίτερη, είναι ότι αν περάσεις κάποιες ώρες στο νησί, μπορείς όχι μόνο να δεις την πύλη, επιβλητική-επιβλητική, να “επιπλέει” στο νερό (το πρωί), αλλά και να περπατήσεις μέχρι εκείνη, να την αγγίξεις (το απόγευμα), όταν λόγω της παλίρροιας η στάθμη της θάλασσας υποχωρεί.

Το “torii” της Μιγιατζίμα το πρωί

Το ίδιο “torii” το απόγευμα, με το νερό να έχει υποχωρήσει

Στρατιά αγαλματιδίων στην… ανηφόρα προς ναό της Μιγιατζίμα
Όσο για το παιχνίδι της Σανφρέτσε με την Αλμπιρέξ Νιιγκάτα, πολύ θα ήθελα να του αφιερώσω ένα ολόκληρο κείμενο, αλλά η θεματολογία του μπλογκ του… οικοδεσπότη μου είναι διαφορετική, οπότε αρκούμαι σε όσο μπορώ λιγότερες γραμμές. Με 15-20 ευρώ (τόσο κοστίζουν τα φθηνότερα εισιτήρια, ανάλογα με το γήπεδο και τον αγώνα), “αγοράζεις” μία εμπειρία που μόνο σε γήπεδο μπορείς να ζήσεις, όχι μόνο στην Ιαπωνία, αλλά ίσως ΕΙΔΙΚΑ στη… χώρα-ουτοπία (από αρκετές απόψεις) που λέγεται Ιαπωνία. Ο κόσμος μαζεύτηκε γύρω από το γήπεδο ώρες πριν την έναρξη του αγώνα, μια και το να πηγαίνει κανείς στο γήπεδο εκεί αποτελεί σχεδόν… ημερήσια εκδρομή. Ο χώρος γύρω από το γήπεδο ήταν μία μεγάλη “fan zone”, με φαγάδικα, πάγκους με αναμνηστικά, κιόσκια εταιρειών-χορηγών κάθε ομάδας, περισσότερα φαγάδικα, γωνιές “δημιουργικής απασχόλησης” μικρών παιδιών, μίνι διαγωνισμούς με δώρα, και… ακόμα περισσότερα φαγάδικα.

Σχεδόν δύο ώρες πριν αρχίσει το παιχνίδι, η κυρία έχει ήδη αρχίσει να… μπαίνει στο κλίμα του αγώνα
Οι πύλες ανοίγουν δυόμισι ώρες πριν την έναρξη κάθε αγώνα, όμως για μισή ώρα δικαίωμα εισόδου έχουν μόνο τα εγγεγραμμένα μέλη κάθε συλλόγου. Μπαίνουν, “καπαρώνουν” θέσεις στις κερκίδες αφήνοντας κάποιο αντικείμενο (τα εισιτήρια στην Ιαπωνία δεν αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες θέσεις, είναι… first come-first seated), κι επιστρέφουν στον περιβάλλοντα χώρο κάθε γηπέδου, για να συνεχίσουν τη… γιορτή μέχρι την έναρξη του αγώνα. Για τους υπόλοιπους, τα μη μέλη, οι πύλες ανοίγουν δύο ώρες πριν την έναρξη των αγώνων, ο έλεγχος στις εισόδους είναι υποτυπώδης, βασικά κάποιος/α σε καλωσορίζει με μία μικρή υπόκλιση και αγγίζει τυπικά το σακίδιό σου. Αυτό είναι όλο. Στο δε γήπεδο, μπορείς να μπεις με… φαγητό (ακόμα και ολόκληρες πίτσες!), μπουκάλια, chopsticks, μεταλλικά… παγούρια, και μια ντουζίνα άλλα αντικείμενα που σε άλλες χώρες θα θεωρούνταν “επικίνδυνα”.

“Ικονομιγιάκι”, όπως το φτιάχνουν στη Χιροσίμα (σε άλλες πόλεις το προτιμούν φτιαγμένο διαφορετικά), φτιαγμένο μπροστά στα μάτια μας
Την ώρα του αγώνα, οι Ιάπωνες τραγουδάνε διαφορετικά συνθήματα ανάλογα με το αν η ομάδα τους είναι μπροστά στο σκορ, ή πίσω, αν έχει κερδίσει φάουλ σε καλή θέση, κόρνερ, ενώ σε περίπτωση λάθους κάποιου παίκτη τους, οι οπαδοί κάθε ομάδας φωνάζουν αμέσως το όνομά του, για να τον “στηρίξουν”. Στο “πέταλο των φανατικών”, υπάρχει κάποιος που δίνει… παραγγέλματα, και “βοηθοί” του είναι τοποθετημένοι σε “στρατηγικά σημεία” στην κερκίδα για να φθάνουν οι “εντολές” μέχρι την τελευταία γωνιά της κερκίδας. Γύρω σου βλέπεις κόσμο κάθε ηλικίας, ακόμα και ηλικιωμένους, ντυμένους από την κορυφή μέχρι τα νύχια με ρούχα της ομάδας τους. Σε άλλο γήπεδο είδα 60άρη να φοράει όχι μόνο φανέλα και σορτσάκι της ομάδας του, αλλά ακόμα και περιβραχιόνιο αρχηγού(!!).
Ανεξάρτητα από το πώς έχει καταλήξει το παιχνίδι, στο τέλος, οι παίκτες χαιρετούν τους οπαδούς ΚΑΙ των δύο ομάδων, αρχίζοντας μάλιστα συνήθως από τους οπαδούς της φιλοξενούμενης ομάδας(!). Η αστυνομική παρουσία είναι σχεδόν ανύπαρκτη, με κατάμεστες κερκίδες δεκάδων χιλιάδων οπαδών να επιτηρούνται υποτυπωδώς από δύο-τρεις ένστολους. Τέλος, πριν αφήσουν τις θέσεις τους στις κερκίδες, οι Ιάπωνες μαζεύουν τα σκουπίδια που έχουν απομείνει από ό,τι έφαγαν/ήπιαν, και τα τοποθετούν στους σωστούς κάδους, οι οποίοι μοιάζουν με ολόκληρους λόφους.

Κατάστημα ιαπωνικής αλυσίδας, από τα πιο “επικίνδυνα” μέρη στην Ιαπωνία. Μπαίνεις από περιέργεια “να ρίξεις μια ματιά”, και μία ώρα αργότερα βγαίνεις με μία σακούλα γεμάτη από… ό,τι μπορείς να φανταστείς, με κοινό παρονομαστή την τιμή τους, 100 γεν (συν τον ΦΠΑ, σύνολο κάτω από 110 γεν, λιγότερο από ευρώ) το καθένα
Οι… “μαζεμένοι” και ήσυχοι Ιάπωνες που βλέπεις στον δρόμο, σε μαγαζιά, στο τραμ, σε πάρκα, μεταμορφώνονται σε άλλους ανθρώπους όταν πηγαίνουν στο γήπεδο, όπως ανέφερα και νωρίτερα “τους βλέπεις όπως δεν μπορείς να τους δεις πουθενά αλλού”, κι αυτό από μόνο του κάνει το εισιτήριο των 15-20 ευρώ να… βγάζει τα λεφτά του, ακόμα κι αν το θέαμα εντός αγωνιστικού χώρου μπορεί να μην ενδιαφέρει κάποιον, ή να είναι φτωχό. Ίσως πάλι έτσι να το βλέπω μόνο εγώ, έχοντας… αναπτύξει εμμονή να πηγαίνω σε γήπεδα (ποδοσφαίρου και όχι μόνο) οπουδήποτε ταξιδεύω.
Όσο για την… αναγκαιότητα της ρίψης της βόμβας, στο τέλος της μακράς, ήρεμης, και με επιχειρήματα και από τους δυο μας κουβέντα με τη Μαλαισιανή φίλη μου, απλά… συμφωνήσαμε ότι διαφωνούσαμε. Προσωπικά, δε μεγάλωσα με μεγαλύτερο όνειρο να πάω κάποτε στην Ιαπωνία. Εκείνη, παραδόξως, ναι(!). Μικρός, διάβαζα… Μίκι Μάους. Εκείνη, Τσουμπάσα (θρυλική μορφή ιαπωνικών κόμικς, χαρακτήρας ποδοσφαιριστή, σε εποχές που το ποδόσφαιρο δεν ήταν ακόμα τόσο δημοφιλές στην Ιαπωνία). Σαν έφηβος, εγώ ονειρευόμουν να πάω στην Κούβα. Εκείνη, στην Ιαπωνία.
Εκείνη ήταν που επέμενε να πάμε σε ένα συγκεκριμένο γήπεδο μπέιζμπολ, το Κόσιεν, το… Μαρακανά του ιαπωνικού μπέιζμπολ, και σχεδόν δάκρυσε όταν το είδε όπως φθάναμε με το τρένο, επειδή μεγάλωσε διαβάζοντας κι άλλα ιαπωνικά κόμικς με ήρωες παίκτες του μπέιζμπολ που μεγαλουργούσαν στο συγκεκριμένο γήπεδο-ναό του αθλήματος στην Ιαπωνία. Μετά από το κοινό ταξίδι μας στην Ιαπωνία, εκείνη ξαναπήγε, κι έχει ήδη αγορασμένα εισιτήρια για ΔΥΟ ακόμα ταξίδια στην Ιαπωνία μέσα στο 2016.

Στο θρυλικό (για τους Ιάπωνες, αλλά και για τουλάχιστον μία Μαλαισιανή) Κόσιεν, το “σπίτι” των Hanshin Tigers, όχι μόνο οι άνθρωποι, αλλά… ακόμα και τα σκυλιά “ντύνονται” τίγρεις για μερικές ώρες
Γενικά, από τους δυο μας, ΕΚΕΙΝΗ είναι η… κολλημένη με την Ιαπωνία, όμως έστω κι έτσι, το ζήτημα της ρίψης της βόμβας το βλέπουμε διαφορετικά, επειδή προερχόμαστε από διαφορετικά… backgrounds, κι επειδή, όσο κυνικός κι αν προσπαθώ να είμαι, το “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα” δεν το αποδέχθηκα ποτέ σαν λογική -κι έχω μεγαλώσει πολύ για να αλλάξω γνώμη τώρα…
*To Runvel λέει: Ο Δημήτρης πέρα από την αγάπη που για τα ταξίδια, λατρεύει το ποδόσφαιρο. Έχοντας παρακολουθήσει αγώνες του αγαπημένου του αθλήματος, στα πιο παράξενα μέρη του πλανήτη, έχει δημιουργήσει το προσωπικό του ιστολόγιο, το GoalGolTor.