Σε αυτό το κείμενο θα παραθέσω μικρές ιστορίες. Από αυτές τις βιωματικές που συζητιούνται σε παρέες στα καφενεία. Τα μουχαμπετια που λέμε στο χωριό μου. Κατά κάποιο τρόπο, θέλω να δώσω σε αυτές τις κατά τα άλλα άσημες προφορικές ιστορίες, μία γραπτή στέγη.
Οι καυτερές της γιαγιάς
Όποτε βλέπω καυτερές πιπεριές σκέφτομαι τη γιαγιά μου την Ελένη.
Γύρω στο 1985 φιλοξενούσαν στα Βρασνά μια οικογένεια Γερμανών. Ο τύπος ήξερε πως κάθε μεσημέρι θα έπινε τα τσιπουράκια του με τον μερακλή τον παππού μου. Πίνει καναδυο, μπαίνει στον μπαξέ να πάρει μια πιπεριά και ρωτάει τη γιαγιά μου.
Hot?
Nein, nein ζεματάει. ( μόνο το nein και το ja ήξερε)
Τρώει κι αυτός ο καψερός με μια δαγκωνιά την πιπεριά κι αλλάζει 40 χρώματα. Ξεφυσούσε, ούρλιαζε, δάκρυζε. Από τη μια ο παππούς να τον βρέχει με το λάστιχο κι από την άλλη η γιαγιά να τον λέει “αφού σου είπα ζεματάει τι την έφαγες”.
Το τοματόρυζο
Όποτε βλέπω τοματόρυζο θυμάμαι μια ιστορία που μου είχε πει ο παππούς μου. Κάπου στις επαρχίες της μεταπολεμικής Ξάνθης όντας πιτσιρικάς, μία γειτόνισσα του έδωσε ένα κεσεδάκι με ντοματόρυζο για να το πάει στον άντρα της που ήταν στο χωράφι για εργασίες. Υποσιτισμένος όπως οι περισσότεροι εκείνη την εποχή, αρχικά προέβαλε αντίσταση ώστε να μην ακουμπήσει το φαγητό. Ενέδωσε όμως στον αχνιστό πειρασμό λίγα λεπτά αργότερα. Πήρε με τα δάχτυλα μια γεύση. Το ταπεινό αυτό έδεσμα εκείνη τη στιγμή είχε παραδεισένια γεύση. Λίγα βήματα μετά, ξανά η χούφτα μέσα. Ξανά μια τέλεια μπουκιά. Εν τέλει άφησε καναδυό πηρουνιές για το φουκαρά τον αγρότη γιατί ήταν και μπεσαλής.
Το κέρασμα
Κάποτε στα Βρασνά όταν ο προπάππους μου Κωνσταντίνος Παπαγερούδης (Τσαπαδάς), όποτε πληρωνόταν από τον έμπορο για τα φυστίκια που καλλιεργούσε, φρόντιζε να πληρώνει τα βερεσέδια στους μπακάληδες και να προμηθεύεται για το σπίτι. Όταν μια φορά πηγε για τις προμήθειες γυρισε με μια νταμιτζανα ούζο.
-Καλά βρε Κωτσο, αντί για λάδι, ουζο πηρες?
-Γιατί βρε Κατερίνη, αν έρθει κανένας μουσαφίρης, λάδι θα τον κεράσουμε?
Και έτσι αφοπλιστικά απαντώντας, γεύτηκε και μια γουλιά.
Τέτοιοι είμαστε. Τους φιλοξενούμενους και τα μάτια μας. Έπειτα φρόντισε να φυτέψει αρκετά λιόδεντρα για να μην έχει ξανά τέτοιου είδους παρεξηγήσεις.
Ζεϊμπέκικο με τον Τσε
Όταν δούλευα νύχτα ξέραμε πως οι τελευταίοι πελάτες με δυσκολία θα εξαφανιστούν. Όταν πήγαινε ξημερώματα σταδιακά η μουσική χαλάρωνε και ο φωτισμός ανέβαινε. Σαν εσχάτη λύση ένδοξου αποχαιρετισμού είχαμε αυτό το ιστορικό κομμάτι. Το βάζει ένα βράδυ ο DJ με σκοπό να φύγει η τελευταία παρέα. Σκάει ο μερακλής της παρέας με ανοιχτό πουκάμισο και το χορεύει ζεμπεκιά. Ναι…αυτό ζεμπεκιά. Εμείς κλάμα από τα γέλια και η παρέα του αντί να καταλάβει την ιεροσυλία, του βαράει παλαμάκια δίχως να αντιλαμβάνεται τι ακούει. Αν δεν τους διώχναμε ακόμα εκεί θα ήταν.
Η συναυλία
Εκεί στα 17 μου που δούλευα περιστασιακά σε συναυλίες. (500 Δρχ η μπύρα)
Μου λένε:
-Κωστή το Σάββατο δουλεύεις στο Μάλαμα.
-Ωραία, επιτέλους ένα εύκολο μεροκάματο (σκέφτηκα)
Έρχεται Σάββατο. Μπαίνω με την πραμάτεια μου στο θέατρο Δάσους και βλέπω 6000 άτομα να κρέμονται σαν τα σταφύλια .
Τότε κατάλαβα ποιος ήταν ο Μάλαμας .