Είναι κάποιοι προορισμοί που στο άκουσμα τους και μόνο σαγηνεύεσαι. Αναμφισβήτητα ένας εξ’ αυτών είναι η Καμπότζη. Ίσως ακούγεται εξωτική, απόμακρη, λιμοκτονούσα και πολλά άλλα. Αρκετό καιρό μετά από την επίσκεψη μου στην ιστορική αυτή χώρα, δεν έχω καταφέρει ακόμα να την προσδιορίσω.
Έχοντας υπόψιν μου ορισμένα αιματηρά ιστορικά στοιχεία όπως επίσης και τον καθημερινό αγώνα των κατοίκων για τα προς το ζην, ταξίδεψα στην Καμπότζη θετικά προκατειλημμένος . Θέλοντας να έχω καθαρή συνείδηση, δε θα επέτρεπα στον εαυτό μου να κακολογήσει τούτη τη γωνιά του πλανήτη.
Σε ένα λαό που έχει υποφέρει και υπομείνει τόσα πολλά κατά τη μακραίωνη ιστορία του, είναι αδύνατο να μη συγχωρέσεις κάποιες δυσκολίες επικοινωνίας και τυχούσες ελλείψεις υποδομών.
Δίχως την παραμικρή αμφιβολία, το σημαντικότερο μνημείο της χώρας είναι το περιβόητο Angkor Wat. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ιερό κάθε θρησκείας στο πλανήτη και έχω κάνει την αναφορά μου για το συγκεκριμένο χώρο στο παρελθόν. Πλήθος πληροφοριών για το ιερότερο μνημείο της Καμπότζης μπορεί να βρει κανείς στο διαδίκτυο και στην παγκόσμια βιβλιογραφία.
Αυτό που δεν είναι ευρέως διαδεδομένο στο ταξιδιωτικό κοινό είναι το ορμητήριο της ευρύτερης περιοχής, η Σιέμ Ριπ. Είναι μια πόλη όπου η οικονομία της είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το Angkor και θέλοντας και μη, ζει στη σκιά του.
Όλα κινούνται γύρω από τον ιερό χώρο. Διαμονή, μεταφορές, εστίαση και πολλά άλλα οφείλουν την ύπαρξη τους στο Angkor Wat. Κατοικείται από περίπου 200.000 ψυχές και το όνομα της σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει “Η ήττα των Ταϋλανδών”.
Είναι μια ζωντανή μητρόπολη, στα κεντρικά σημεία της οποίας , δίκυκλα κάθε λογής δημιουργούν το αδιαχώρητο. Θαρρείς και όλοι οι κάτοικοι της χώρας έχουν γεννηθεί με την ικανότητα να οδηγούν μηχανή. Εντύπωση προκαλεί και ο αριθμός των γυναικών οδηγών, οι οποίες είναι περισσότερες από τους άντρες και πολλές φορές μάλιστα οδηγούν με το ένα χέρι στο γκάζι και με το άλλο κρατούν το φουστάνι τους. Πράγμα φυσικά επικίνδυνο που δεν υπόκειται σε κανέναν κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Η επιπολαιότητα στην οδήγηση είναι δεδομένη και δε λείπουν τα ατυχήματα. Ευτυχώς το μοναδικό που συνάντησα ήταν ελαφρύ. Μια κοπελίτσα πέρασε μερικά Stop, γλύτωσε σύγκρουση και εν τέλει έπεσε μόνη της με χαμηλή ταχύτητα δίχως να πάθει το παραμικρό. Παραδόξως, όλοι τριγύρω συνέχισαν με αδιαφορία την καθημερινότητα τους χωρίς να δημιουργηθεί πανικός.
Η αγορά της πόλης είναι ιδιαιτέρως ενεργή και πολύχρωμη. Είναι μάλιστα ιδανικός τόπος για τους λάτρεις των παζαριών. O αγοραστής οφείλει να εφοδιαστεί με υπομονή για τις ανάγκες οποιασδήποτε αγοράς. Τα καταστήματα με ρούχα εναλλάσσονται με αυτά των τροφίμων και όσο πλησιάζει κανείς προς το κέντρο της πόλης και στην περίφημη Pub Street, συναντά περισσότερα εστιατόρια και καταστήματα υπηρεσιών μασάζ.
Η βόλτα στην αγορά της Σιέμ Ριπ συνοδεύεται από υπέροχες μυρωδιές φαγητού, αρκετής υγρασίας και φυσικά κορναρισμάτων. Τα διάσημα τρίκυκλα ταξί (Tuk Tuk) κάνουν αισθητή τη παρουσία τους με αρκετό θόρυβο. Είναι επίσης συνηθισμένο, οι οδηγοί των εν λόγω οχημάτων να γίνονται λιγάκι πιεστικοί για μία κούρσα. Κατά τις βραδινές κυρίως ώρες είναι σύνηθες να διαδραματίζεται μεταξύ οδηγών και επισκεπτών ο παρακάτω διάλογος :
–Tuk Tuk, Sir?
-No, thank you.
-Marijuana?
-No, thank you.
H συγκεκριμένη στιχομυθία μπορεί να επαναληφθεί δεκάδες φορές κατά τη διάρκεια ενός περιπάτου.
Από πλευράς διαμονής ο επισκέπτης έχει την πολυτέλεια να επιλέξει μεταξύ καταλυμάτων παντός τύπου. Από τα ακριβότερα που φτάνουν μέχρι και στα 2000$ ανά διανυκτέρευση μέχρι και νεανικά hostel για τους ταξιδιώτες χαμηλότερου budget. Σχεδόν στην τύχη επέλεξα το Tropical breeze. Ένα συμπαθητικό hostel που το διατηρεί μια οικογένεια. Με ημερήσιο κόστος περίπου στα 6$ ο επισκέπτης φιλοξενείται στα ψιλοτάβανα δωμάτια του. Αν κανείς επιλέξει το πάνω κρεβάτι της κουκέτας νιώθει την “καυτή” ανάσα του ανεμιστήρα που στροβιλίζει μερικές δεκάδες εκατοστά πάνω από το κεφάλι του. Επιβάλλεται ο ύπνος να μην είναι ασταθής και να μην τινάζεται ο κοιμώμενος. Αν ξυπνήσει κανείς σώος και αβλαβής, τούτη θα είναι η θέα από το παράθυρο του δωματίου, που παράλληλα μαρτυρά το οικοδομικό στυλ της Σιέμ Ριπ.
Το παραπάνω κατάλυμα βρίσκεται σε μια περιοχή που θεωρείται κέντρο απόκεντρο. Είναι λίγα λεπτά περπάτημα από το κέντρο της πόλης, τοποθετημένο μερικές εκατοντάδες μέτρα από τις όχθες του ποταμού Σιέμ Ριπ. Ο ήσυχος αυτός υδάτινος δίαυλος εκβάλει στην μεγαλύτερη λίμνη της Ινδοκίνας, την Τόνλε Σαπ. Κατά τις νυχτερινές ώρες οι λιγοστές γέφυρες τις πόλης στολίζονται με οικονομικές λύσεις. Πολύχρωμες ταινίες τύπου Led τις κοσμούν διακριτικά.
Είναι πράγματι γεγονός, πως οι κάτοικοι της χώρας έχοντας περάσει από απίστευτες κακουχίες, θέλουν να δουν την Καμπότζη να ανεβαίνει οικονομικό επίπεδο. Νιώθουν περήφανοι όταν μια ξένη εταιρεία επενδύει στη χώρα τους. Επίσης οι κάτοικοι της Σιέμ Ριπ αισθάνονται απίστευτη περηφάνια που η πόλη τους φιλοξενεί το μοναδικό Hard Rock Cafe της χώρας, τονίζοντας ότι δεν υπάρχει ούτε στην πρωτεύουσα, Πνομ Πενχ. Θεωρώντας με αυτό το τρόπο ότι ανεβαίνει το κοινωνικοοικονομικό τους επίπεδο. Στις συζητήσεις με τους ντόπιους αντιλήφθηκα το καμάρι που νιώθουν έχοντας πλέον ένα διεθνές αεροδρόμιο στην πόλη τους. Διατυμπανίζουν επίσης, ότι υπάρχουν στην περιοχή τους μέχρι και πολυτελή resorts που φιλοξενούν εκατομμυριούχους . Ακόμα, όπως με ενημέρωσε γεμάτος περηφάνια ο φίλος Bunnak, ένα από τα δέκα ακριβότερα αυτοκίνητα στον πλανήτη το κατέχει Καμποτζιανός. Αυτά είναι μερικά από τα γεγονότα που τους χαροποιούν, δίνοντας τους την ελπίδα και την προσμονή για μια αλλαγή.
Μια από τις στενάχωρες εικόνες που συναντά ένας ταξιδιώτης στην πόλη και σε όλη τη χώρα, είναι οι πλανόδιες μπάντες αναπήρων του εμφυλίου. Ταλαιπωρημένοι οργανοπαίχτες, με ακρωτηριασμένα συνήθως άκρα και ως επί το πλείστον με προβλήματα όρασης από τις νάρκες, παίζουν παραδοσιακή μουσική σε κεντρικά σημεία της πόλης προσμένοντας τον οβολό των ακροατών. Είναι ένα θέαμα άκρως στενάχωρο και παράλληλα τόσο ελπιδοφόρο, μιας και αντιλαμβάνεται κανείς ότι η χώρα αλλάζει σελίδα και από μία εμπόλεμη περιοχή για δεκαετίες μεταμορφώνεται σιγά σιγά σε κάτι το διαφορετικό.
Η Σιέμ Ριπ είναι μια πόλη που ζούσε και θα συνεχίσει να ζει κάτω από τη σκιά του Angkor. Γνωρίζοντας ότι δε θα αποκτήσει ποτέ την αίγλη και τη δόξα του παρελθόντος. Είναι πάντως δεδομένο ότι η ευρύτερη περιοχή θα συνεχίσει να έχει σταθερή ανοδική οικονομική πορεία. Όσο το Angkor θα ορθώνεται αγέρωχο στη βαλτώδη ύπαιθρο της Καμπότζης τόσο το βιοτικό επίπεδο των πολύπαθων ντόπιων θα ανεβαίνει.