Ο λόγος που η λέξη γρήγορα στον τίτλο βρίσκεται μέσα σε εισαγωγικά, είναι πως ο συγκεκριμένος αγώνας αποτελεί έναν αντικειμενικά γρήγορο ορεινό μαραθώνιο για τους καλά προπονημένους. Ο υπογραφών όντας στην ουρά του αγώνα απήλαυσε τη διαδρομή μια θερμή μέρα του Σεπτεμβρίου. Αργά και μεθοδικά. Κάθε άλλο παρά γρήγορος.
Σε κάποιες σκέψεις που έκανα στο παρελθόν συμπέρανα πως το ορεινό τρέξιμο εμπεριέχει κάποια στοιχεία μαζοχισμού. Η συντριπτική πλειοψηφία των δρομέων είναι ερασιτέχνες αθλούμενοι που αρέσκονται να βρίσκονται στη φύση και να δοκιμάζουν τα όριά τους. Ξυπνούν από τα χαράματα, κάνουν μετακινήσεις πολλές φορές σε μέρη μακρινά, ξοδεύουν χρήματα και χρόνο και υποβάλουν τον εαυτό τους σε σκληρές δοκιμασίες δίχως κάποια υλική ανταμοιβή. Η ικανοποίηση όμως ενός τερματισμού παράγει όμορφα συναισθήματα. Ίσως θα μπορούσε να πει κανείς εκτός χώρου, πως το μυαλό ενός δρομέα είναι μια άβυσσος. Είναι πράγματι δύσκολο να εξηγήσει κανείς τούτη την αγάπη για το ορεινό τρέξιμο.
Έτσι λοιπόν παρότι εντελώς απροετοίμαστος από προπονητικής άποψης, δήλωσα συμμετοχή στο αγώνα καθαρά για να προκαλέσω λιγάκι τον εαυτό μου και να παράξει ο οργανισμός μου τις ενδορφίνες από το τρέξιμο που τόσο μου έλειψαν. Γνώριζα πως θα κινηθώ αργά και στόχος μου ήταν ένας αξιοπρεπής τερματισμός δίχως τραυματισμό. Πράγμα το οποίο ευτυχώς συνέβη.
Ο αγώνας ξεκίνησε ακριβώς στην ώρα του, στις 8 το πρωί στην πίστα καρτ της Καλλιφύτου. Στόχος μας ήταν να διανύσουμε 46 ορεινά χιλιόμετρα με 1250 μέτρα θετικών υψομετρικών διαφορών. Τα πρώτα εξ αυτών ήταν ήπιας κλίσης και βρισκόμασταν παράλληλα σε ένα όμορφο ρέμα υπό τη συντροφιά αιωνόβιων πλατάνων. Ήταν περίπου 12 ευχάριστα χιλιόμετρα μέχρι το πρώτο στεκ όπου οι δασικοί δρόμοι και τα μονοπάτια εναλλασσόταν με τις πετρώδεις όχθες του ρέματος.
Από το σημείο του πρώτου σταθμού όπου και απομακρυνθήκαμε από το ρέμα, ξεκίνησε και το ανηφορικό τμήμα του αγώνα. Ουσιαστικά τα 900 μέτρα θετικής υψομετρικής, εκ των 1250 μέτρων του αγώνα, τα “μαζεύεις” από το 12ο ως το 23ο χιλιόμετρο της διαδρομής. Στο τμήμα αυτό του αγώνα ανεβαίναμε ολοένα υψόμετρο και παρότι ο ήλιος ήταν πλέον πάνω από τα κεφάλια μας, υπήρχε μια σχετική δροσιά, μιας και μεγάλο μέρος της διαδρομής ήταν πυκνό δάσος. Εκείνα τα χιλιόμετρα ήταν και τα ομορφότερα του αγώνα. Η φύση στα ψηλά οργίαζε και η μόνη παραφωνία, ήταν τα εκατομμύρια μυγάκια που μας επιτίθονταν για να γευτούν τον ιδρώτα του προσώπου μας. Από τη μία στα κόπρανα των αγελάδων, από την άλλη στο πρόσωπο για ορεκτικό δε μας άφηναν σε ησυχία.
Μόλις φτάσαμε στο υψηλότερο σημείο του αγώνα, στο κεντρικό και πιο πλούσιο σταθμό του Speedway τα πράγματα κάπως ηρέμησαν. Σε εκείνο το σημείο ο αθλητής βρίσκεται στο μέσο του αγώνα και από εκεί ουσιαστικά ξεκινά η κατάβαση. Είχαμε να διανύσουμε 23 ακόμη χιλιόμετρα όμωςμέσα στα οποία θα μαζεύαμε τα υπόλοιπα 250 μέτρα θετικής υψομετρικής του αγώνα. Από αυτό το σημείο παρόλη την κούραση της ανάβασης ξεκινά το γρήγορο τμήμα του αγώνα. Όποιος δρομέας έχει δυνάμεις μπορεί να αναπτύξει ταχύτητα και να πραγματοποιήσει ένα γρήγορο χρόνο. Αν εξαιρέσει κανείς τα πετρώδη σημεία μέσα στις ρεματιές, όλο το υπόλοιπο της διαδρομής ενδείκνυται για υψηλές ταχύτητες. Επαναλαμβάνω! Για τους καλά προπονημένους, όχι για εμάς τους χομπίστες που ξεφυσούσαμε και βγάζαμε φωτογραφίες.
Έπειτα από μια ήπια κατάβαση η διαδρομή κυλά ομαλά μέχρι τον τελευταίο σταθμό στο 39ο περίπου χιλιόμετρο. Τα εναπομείναντα χιλιόμετρα του αγώνα πέρα του ότι κρύβουν μερικές ανηφόρες, είναι και τα λιγότερο όμορφα της διαδρομής. Πλέον η πυκνή βλάστηση αντικαθίσταται με βοσκοτόπια και με θαμνοειδή. Αν συνδυάσει κανείς και το καυτό μεσημεριανό ήλιο, έμοιαζε περισσότερο με μαρτύριο παρά με αγώνα. Όπως επίπονο που φάνηκε και το πέρασμα μέσα από σχεδόν όλο το χωριό της Καλλιφύτου. Όμως φτάναμε στη γραμμή του τερματισμού και τίποτε πλέον δε μπορούσε να μας σταματήσει. Στο τέλος κάναμε και ένα γύρο την πίστα του καρτ, μέχρι να τερματίσουμε δίπλα από την καρό σημαία της διοργάνωσης.
Κατά τη γνώμη μου ο αγώνας ήταν καλά οργανωμένος. Το κλίμα μεταξύ διοργανωτών, εθελοντών και δρομέων ήταν εξαιρετικό. Ίσως κάνω λάθος, όμως θεωρώ πως υπήρχαν περιθώρια βελτίωσης στη σήμανση του αγώνα. Προσωπικά βγήκα δύο φορές από τη διαδρομή, μία στις ρεματιές στο 4ο χιλιόμετρο με ένα μικρό γκρούπ αθλητών για λίγα μέτρα και μία μόνος μου στο 14ο χιλιόμετρο, το οποίο λάθος με επιβάρυνε με ένα επιπλέον χιλιόμετρο αγώνα.
Από την πλευρά της διοργάνωσης, οι εθελοντές ήταν ευγενέστατοι και εξυπηρετικοί και όπως σε κάθε αγώνα είναι οι αφανείς ήρωες. Οι σταθμοί τροφοδοσίας είχαν τα απαραίτητα. Αν είχαν και λίγο ισοτονικό να μας δροσίσει μέσα στην κάψα θα ήταν ακόμη καλύτερα.
Είναι γεγονός πως μια από τις κορυφαίες στιγμές μου μέσα στον αγώνα ήταν στα τελευταία χιλιόμετρα εντός του οικισμού, όπου ένας κάτοικος περίμενε στην αυλή του και τους τελευταίους δρομείς με ανοιγμένο το λάστιχο ποτίσματος, προσφέροντας το γάργαρο νερό του σε εμάς τους ταλαίπωρους. Η φράση που μου βγήκε αυτομάτως αφότου ξεδίψασα ήταν “να σε έχει ο Θεός καλά“. Τον ευχαριστώ λοιπόν και από εδώ.
΄Αυτή την στιγμή γράφοντας ήσυχος και ξεκούραστος, σκέφτομαι να είμαστε γεροί να απολαμβάνουμε τη ζωή και να τρέχουμε όσο μπορούμε. Οι στιγμές που ζούμε δίπλα στη φύση είναι μοναδικές και αναντικατάστατες.
Εις το επανιδείν λοιπόν.
Το Runvel θα το βρείτε και στο facebook.
Έτρεξε, έγραψε, φωτογράφισε
Κώστας Φυλακτός Bib Number: 025