Ύστερα από ένα ξεκούραστο ταξίδι από το Βίλνιους έφτασα με ψιλόβροχο στη Ρίγα. Το πρώτο πράγμα που με ενδιέφερε ήταν να βρω ένα κατάλυμα, να αποθέσω το σακίδιο μου και έπειτα να γεμίσω το νηστικό ταξιδιωτικό στομάχι μου.
Πέντε λεπτά από την άφιξη μου στην πόλη βρέθηκα μπροστά στο hostel με το ευφάνταστο όνομα Naughty Squirrel . Δίχως δεύτερη σκέψη εισέρχομαι εντός, ταυτόχρονα με έναν νεαρό Αυστραλό. Η υποδοχή από τις κοπέλες του προσωπικού ήταν πολύ φιλική και ζεστή. Με το καλωσόρισμα μας κέρασαν από ένα σφηνάκι του εθνικού ποτού της Λετονίας το Black Balsam. Ναι λοιπόν, αυτό το αρωματικό ποτό είναι όσο βαρύ ακούγεται. Ο Αυστραλός δίχως ίχνος ευγένειας το παρομοίασε με υγρό μπαταρίας και γω σαν πιο ευγενής (ως Έλλην) προσποιήθηκα πως μου άρεσε (θυμίζω ότι το στομάχι ήταν άδειο από χθες).
Έπειτα από καούρες και αναθυμιάσεις βολέψαμε τα πράγματα μας με σκοπό να περιηγηθούμε στην πόλη. Το πρώτο που ρώτησα στην ρεσεψιόν ήταν .
Που θα βρω αυθεντικό λετονικό φαγητό?
Από τις ευγενέστατες κοπέλες είχα δυο επιλογές το Lido και το Ala (που σημαίνει σπηλιά, στα Λετονικά) . Αφού τις ευχαρίστησα θεονήστικος ξεχύθηκα για το πρώτο. Μετά από δέκα λεπτά το βρήκα. Φάνηκε καλό, αλλά ήταν στυλ catering . Έπαιρνες το δίσκο σου σαν οπλίτης και στηνόσουν σε μια ουρά και με λίγα λόγια… άντε να βγάλεις άκρη. Έφυγα περίλυπος.
Έπειτα από μισή ώρα στα όρια της λιποθυμίας βρήκα το Folkkclubs Ala Pagrabs. Από έξω τίποτε το σπουδαίο, μια μικρή είσοδος που οδηγούσε σε μια υπόγα.
Που με έστειλαν αναρωτήθηκα!
Προχωρώντας σε τούτο το λαγούμι που έμοιαζε με καταφύγιο Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το εστιατόριο σιγά σιγά ξεπρόβαλε τις ομορφιές του. Εφόσον βολεύτηκα σε ένα βαρύ ξύλινο τραπέζι άρχισα να παρατηρώ τον χώρο. Ένιωθες πως συμμετείχες σε κάποια παγανιστική συνάθροιση μέσα σε ένα ομιχλώδες δάσος από κωνοφόρα. Ο ξύλινος διάκοσμος συνδυαζόταν υπέροχα με την πέτρα και ο χαμηλός φωτισμός με τις χαλαρές μουσικές έδιναν μια μυστηριώδη αύρα.
Το προσωπικό ήταν ντυμένο με συγκεκριμένη ενδυμασία του καταστήματος. Σε μια τέτοια κοπέλα παρήγγειλα ακούγοντας ζωντανά, παραδοσιακά τραγούδια της Λετονίας. Κακός δε θέλω να γίνω, αλλά το σέρβις ήταν χαρακτηριστικά αργό δεδομένου ότι δεν ήταν ώρα αιχμής, δέκα νοματαίοι ήμασταν! Ίσως να μου φάνηκε, διότι είχα να φάω 22 ώρες και κάθε δευτερόλεπτο μετρούσε.
Κάπου εκεί εμφανίστηκε η τοπική μπύρα και μετά από λίγο το πρώτο πιάτο από το πολύ ενδιαφέρον μενού. Συκωτάκια από κοτόπουλο, μαζί με σοταρισμένα λαχανικά (κυρίως πολύχρωμες πιπεριές και κολοκύθια) , καλυμμένα στοργικά από ψημένο κατσικίσιο τυρί με μυρωδικά. Πολύ δυνατό πιάτο!
Ομολογώ πως με το πρώτο πιάτο ένας φυσιολογικός ενήλικας χορταίνει. Η ακόρεστη όρεξη μου με οδήγησε στο δεύτερο αριστούργημα και κυρίως πιάτο. Τα κεφτεδάκια της γιαγιάς που έλεγε και ο κατάλογος. Ήταν πανέμορφο και γευστικό όπως και το πρώτο. Είχα λοιπόν μπροστά μου δυο μεγάλους κεφτέδες καθισμένους σε ξινολάχανο και ψητές πατάτες, περιτριγυρισμένους από μια σως γιαουρτιού από παντζάρι.
Ήταν όλα γευστικότατα. Γνώμη μου είναι να μην συγκρίνω (όσο αυτό γίνεται) τα φαγητά που γεύομαι έξω με τα αντίστοιχα δικά μας. Πάντα κάτι θα λείπει ή θα βάζαμε εμείς ή η δική μας γιαγιά τα κάνει πιο καλά κτλ. Κάθε κουζίνα έχει τη δική της κουλτούρα και κάθε περιοχή μαγειρεύει με άλλα συστατικά. Αν το κατανοήσουμε αυτό θα ευχαριστιόμαστε το φαγητό όπου και αν βρεθούμε .
Για την ιστορία το μενού των δυο πιάτων με μια μπύρα μισόλιτρη κόστισε 12 ευρώ. Πιστεύω αρκετά καλή και δίκαιη τιμή για ένα κατάστημα που βρίσκεται στο ιστορικό κέντρο της πόλης και για να το βρει κανείς χρειάζεται οπωσδήποτε τη βοήθεια κάποιου ντόπιου.
Καλή χώνεψη.
Αν αναζητάτε καταλύματα στη χώρα ρίξτε μια ματιά στις προσφορές της Booking.