Έπειτα από την επίσκεψη μου στη Σιέμ Ριπ και το επιβλητικό Angkor Wat, αναζητούσα τον επόμενο μου προορισμό στην Καμπότζη για τις μέρες που ακολουθούσαν. Στην άτυπη κλήρωση που έκανα στο μυαλό μου, επιλέχθηκε η Battambang και αυτό όχι διότι εντυπωσιάστηκα από τις πληροφορίες που άντλησα από το διαδίκτυο, αλλά επειδή βρισκόταν κοντινότερα στο μεθοριακό σταθμό Prum που θα με οδηγούσε στην επόμενη χώρα του ταξιδιού μου, την Ταϊλάνδη.
Έτσι λοιπόν επιβιβάστηκα με το σακίδιο μου σε ένα από τα λίγα καθημερινά λεωφορεία που έκαναν το δρομολόγιο Siem Reap- Battambang. Αν δει κανείς στο χάρτη την απόσταση που χωρίζει τις δυο πόλεις θα φανταστεί πως απέχουν ελάχιστα μεταξύ τους. Σε ευθεία γραμμή η απόσταση που τις χωρίζει ίσως είναι μικρότερη και από το Καβάλα-Ξάνθη. Η περίπτωση της Καμπότζης είναι ιδιαίτερη μιας και διαχρονικά η μοίρα της εξαρτιόταν από τη μεγάλη λίμνη της και τους ποταμούς που την τροφοδοτούν με νερό, την Τόνλε Σαπ. Κατά την υγρή περίοδο η επιφάνεια της υπερδιπλασιάζεται, αλλάζοντας άρδην το χάρτη της χώρας. Ένας κάμπος που ενδεχομένως θα φαινόταν στο χάρτη μετατρέπεται σε λίμνη, οπότε το οδικό δίκτυο αλλάζει ανάλογα με τη διάθεση του υγρού στοιχείου. Με τους παραπάνω συλλογισμούς δεν είναι παράξενο πως η απόσταση μεταξύ των δύο πόλεων με ένα αξιόλογο λεωφορείο είναι σχεδόν τρεις ώρες, μιας και η πορεία που διαγράφει έχει τη μορφή ορθής γωνίας, ώστε να αποφύγει τον συχνά πλημμυρισμένο κάμπο.
Είναι αλήθεια πως η πόλη της Battambang δε σε κερδίζει από την πρώτη στιγμή, ίσως και να έδινα μερικές ευκαιρίες ακόμη, πιθανότατα δε θα με κέρδιζε ούτε με τη τρίτη ή την τέταρτη. Θα τη χαρακτήριζα μια πόλη αδιάφορη, μάλιστα σκέφτηκα να ονομάσω τη συγκεκριμένη ιστορία “Αδιάφορο Batttambang”, αλλά το θεώρησα λιγάκι άδικο να είμαι τόσο αυστηρός, απέναντι στον πολύπαθο αυτό λαό. Όπως έχω ξαναγράψει στο παρελθόν, το travel blogging οφείλει να υπηρετεί την αλήθεια και την εγκυρότητα. Θα ήταν εξαιρετικά “πιασάρικο” να περιέγραφα την πόλη ως ένα παράδεισο επί γης ή σαν την αποκάλυψη της Καμπότζης, όμως η αλήθεια απέχει παρασάγγης. Από την άλλη όμως υπάρχει και ο συναισθηματικός παράγοντας, οφείλοντας κανείς να μετριάσει και να ζυγίσει την κριτική του σκέψη.

H πρώτη εικόνα που συναντά κανείς στην πόλη ερχόμενος με λεωφορείο. Ανύπαρκτες υποδομές και δεκάδες οδηγοί tuk tuk να διαπραγματεύονται μια κούρσα
Στα της πόλης…
Η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Καμπότζης με 250000 ψυχές, ζει κυρίως χάρη στην αγροτική της παραγωγή και τα τελευταία χρόνια γίνονται δειλά δειλά τα πρώτα βήματα για την τουριστική της ανάπτυξη. Πρόκειται για ένα αστικό κέντρο που περιβάλλεται από ορυζώνες και στο μέσο της κυλά ένα ήρεμο ποτάμι, o Sangkae . Είναι γεγονός πως η ευρύτερη περιοχή αποτελούσε ένα από τα τελευταία προπύργια των αιμοσταγών και παραφρόνων ερυθρών Χμερ. Ως εκ τούτου και εφόσον αποτελούσε εμπόλεμη περιοχή για σχεδόν δύο δεκαετίες, έχει μείνει αρκετά πίσω στις υποδομές της. Ένας εμφύλιος που κυριολεκτικά ισοπέδωσε τη χώρα και άλλαξε ριζικά τον πολιτισμικό χάρτη της. Για αυτούς τους λόγους θα ήταν άδικος ο τίτλος περί αδιάφορης πόλης. Είναι ένας τόπος που ακόμα αναζητά το χαρακτήρα του και την αίγλη του παρελθόντος. Ίσως είναι ιδέα μου, αλλά στα μάτια των ντόπιων αντικρίζει κανείς ένα σάστισμα (η λέξη “τρόμος” θα ήταν υπερβολική), κατάλοιπο της εμφυλιακής εποχής.

Παιχνίδια στον Sangkae
Στην πόλη μπορέι να δει κανείς ορισμένα γαλλικά αποικιακά κτίρια καθώς και μια κλειστή αγορά που συναντά κανείς κάθε λογής ντόπιο προϊόν. Πλάι στον ποταμό έχουν δημιουργηθεί μερικά μικρά εστιατόρια και υπαίθρια γυμναστήρια για τους κατοίκους. Το Battambang επίσης διαθέτει όμορφους Βουδιστικούς ναούς και σύμβολο της πόλης αποτελεί το Ta Dumbong, το μαύρο γλυπτό που δεσπόζει αγέρωχο. Η κίνηση στους δρόμους της πόλης δε διαφέρει πολύ από τις άλλες πόλεις τέτοιου μεγέθους στη νοτιοανατολική Ασία. Κορναρίσματα, υγρασία, ζέστη και αμέτρητα δίκυκλα. Μάλιστα πολλές κοπέλες οδηγοί δικύκλων, καβαλάν τη μηχανή τους με περίσσεια άνεση έχοντας το ένα χέρι στο τιμόνι και το άλλο κρατώντας τη φούστα τους.

Στις αγορές της πόλης
Είναι αλήθεια πως κατά τις περιπλανήσεις μου στην πόλη ένιωθα κάθε στιγμή της ημέρας ασφαλής. Ολόκληρη η χώρα και γενικότερα η νοτιοανατολική Ασία κάνουν το επισκέπτη να νιώθει φιλικά και ασφαλής. Όσο φτώχεια και ανέχεια να συναντήσει κανείς, οι κάτοικοι των περιοχών αυτών μοιράζουν απλόχερα το χαμόγελο τους.
Για όσους αναζητούν να γνωρίσουν και άλλα αξιοθέατα της περιοχής μπορούν να επισκεφτούν τις σπηλιές με νυχτερίδες Bat Caves λίγο έξω από την πόλη, όπως επίσης να κάνουν μια βόλτα πάνω στις ράγες του Bamboo train, το οποίο το δοκίμασα και έχει αρκετή πλάκα.

Το Bamboo train ή Nori για τους ντόπιους. Μια παγκόσμια ευρεσιτεχνία στους ορυζώνες της Καμπότζης
Ο χρόνος μου στο Battambang είχε πλέον τελειώσει και έπειτα από 24 ώρες στην πόλη είχα προγραμματίσει να πάρω το ένα και μοναδικό λεωφορείο της ημέρας που θα με οδηγούσε στο Prum, την μεθοριακή πόλη στα σύνορα με την Ταϊλάνδη. Από εκεί θα μετέβαινα πεζός στη γειτονική χώρα και θα συνέχιζα το ταξίδι μου στην Ασία.
Η πόλη του Battambang μου άφησε τη γεύση ενός ανάλατου φαγητού. Ναι μεν έγινε μια προσπάθεια να βρεθούν τα καλά υλικά ώστε να γίνει, ο μάγειράς έβαλε τα δυνατά του, αλλά η γεύση ήταν κάπως αδιάφορη. Είναι πάντως σίγουρο πως με τους ρυθμούς που αναπτύσσεται πλέον η Καμπότζη, χρόνο με το χρόνο θα γίνονται ολοένα και περισσότερα βήματα για την αναδιαμόρφωση της πολύπαθης πλην τίμιας αυτής χώρας. Το ελπίζω και το εύχομαι με όλη μου την καρδιά.
Αν αναζητάτε καταλύματα στη χώρα ρίξτε μια ματιά στις προσφορές της Booking.