Πριν… περιγράψω τα πέντε “γκολ” αυτού του “αγώνα”, διευκρινίζω ότι την Πόλη Χο Τσι Μιν (όπως είναι το επίσημο όνομά της από το 1976), θα την αναφέρω σε όλο το κείμενο ως “Σαϊγκόν”, όχι επειδή έχω… κάτι με τον (συμπαθέστατο, ως φυσιογνωμία) “Θείο Χο”, αλλά επειδή, έτσι απλά, μου αρέσει περισσότερο.
0-1
Το 2010, για να περάσω έναν μήνα στο Βιετνάμ, έβγαλα βίζα στην πρεσβεία τους στην Κουάλα Λούμπουρ, στην οποία ζούσα τότε. Ακολούθησα τα βήματα που έπρεπε να ακολουθήσω, ήμουν εκεί την ώρα που έπρεπε με τα έγγραφα που έπρεπε, όμως η κατάσταση ήταν…χαώδης, ήμουν ο μόνος “Δυτικός” σε μία αίθουσα στην οποία κανείς δεν έδειχνε την παραμικρή διάθεση να στηθεί σε ουρά. Είμαι που είμαι “νευράκιας” από τη φύση μου, μου έδωσαν κι αφορμή, κι έτσι δεν άργησα να βάλω τις φωνές. Κυριολεκτικά. Ένας υπάλληλος μου έκανε νεύμα να τον ακολουθήσω σε μία άκρη, μου ζήτησε τα χαρτιά που είχα μαζί μου, κι όντως, μέχρι να… ξεκοκκινίσω από τα νεύρα, όλα ήταν έτοιμα.
Φέτος (αρχές Μαρτίου 2020), το μόνο που χρειάστηκα για να βγάλω βίζα για Βιετνάμ ήταν πέντε κλικ σε μία συγκεκριμένη ιστοσελίδα, και φυσικά να πληρώσω online τα απαιτούμενα χρήματα. Σε τρεις εργάσιμες ημέρες, ακριβώς δηλαδή όταν έπρεπε, μου έστειλαν ενημερωτικό μέιλ ότι η αίτησή μου είχε γίνει δεκτή, το εκτύπωσα, και με εκείνο το χαρτί πήγα στο αεροδρόμιο (πάλι Κουάλα Λούμπουρ) για την πτήση. Παι-χνι-δά-κι.
0-2
Το 2010, όταν έμπαινες σε σάιτ για να βρεις κατάλυμα στη Σαϊγκόν (και γενικά στο Βιετνάμ), εννοώ κατάλυμα χαμηλού κόστους, όχι…ξενοδοχείο κάποιων αστέρων, οι επιλογές ήταν ελάχιστες. Το χόστελ που επέλεξα τότε αποδείχθηκε… αξιοπρεπές, αν και κατά βάση η επιχείρηση ήταν γραφείο τουρισμού, όχι χόστελ, κανείς δεν με πίεσε να αγοράσω πακέτα τους για να “εξερευνήσω” τη γύρω περιοχή, όμως επαναλαμβάνω ότι γενικά οι επιλογές που είχες ΠΡΙΝ φθάσεις εκεί, ψάχνοντας το θέμα στο ίντερνετ, ήταν περιορισμένες, κι οι φωτογραφίες που έβλεπες δεν σε… ενθουσίαζαν.
Φέτος, το μόνο “πρόβλημα” που είχα τις τελευταίες ημέρες πριν πετάξω εκεί, ψάχνοντας κατάλυμα, ήταν… να διαλέξω(!). Οι επιλογές ήταν αμέτρητες, και πραγματικά εντυπωσιακές. Κατέληξα σε ένα από τα πέντε καλύτερα χόστελ που έχω μείνει στη ζωή μου, στο οποίο για τρία δολάρια τη βραδιά είχα μέχρι και ικανοποιητικότατο μπουφέ για πρωινό(!). Έδωσα δηλαδή ΛΙΓΟΤΕΡΑ από το 2010, για ΠΟΛΛΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ, από άποψη προσφερόμενων υπηρεσιών (κοιτώνας, air condition, ντουζιέρες, κοινόχρηστοι χώροι, εξυπηρέτηση από το προσωπικό, τα πάντα).
0-3
Το 2010, το να βρεις άνθρωπο να συνεννοηθείς στα Αγγλικά, όχι μόνο στη Σαϊγκόν αλλά γενικά στο Βιετνάμ, ήταν… γρίφος για πολύ δυνατούς λύτες. Έχω να θυμάμαι ότι ειδικά μιλώντας με κάποιους μεγαλύτερης ηλικίας Βιετναμέζους, έπρεπε να “ξεθάψω” κάποια – βασικά – Γαλλικά που είχα μάθει στα… νιάτα μου. Όχι ότι οι άνθρωποι ήταν υποχρεωμένοι να μιλάνε Αγγλικά, αλλά η σχεδόν παντελής έλλειψη Αγγλικών από εκείνους και φυσικά Βιετναμέζικων από μένα, αποδείχθηκε πρόβλημα(τάκι).
Φέτος, δεν ήταν και σαν να βρισκόμουν σε… άλλη χώρα, όμως τις τέσσερις (γεμάτες) ημέρες που πρόλαβα να περάσω στη Σαϊγκόν (πριν… “δραπετεύσω”, για να μην ξεμείνω εκεί, όταν άρχισαν οι χώρες η μία μετά την άλλη να κλείνουν τα σύνορά τους), σε βασικά Αγγλικά μπόρεσα να συνεννοηθώ με όλους όσους χρειάστηκε, ειδικά πιτσιρικάδες, παιδιά μέχρι 20-25 ετών.
0-4
Εκείνο τον μήνα που πέρασα στο Βιετνάμ το 2010 (άφιξη στη Σαϊγκόν, τρένα και λεωφορεία μέχρι Ανόι, επιστροφή στη Σαϊγκόν με πτήση), δύο πράγματα με… έβγαλαν από τα ρούχα μου, σε σημείο πρώτα να σκεφτώ να διακόψω πρόωρα τη γύρα εκεί, πριν ολοκληρωθεί ο μήνας, και μετά να καταλήξω να λέω ότι φεύγοντας από το Βιετνάμ ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που χαιρόμουν που έφευγα από μία χώρα(!). Το ένα από τα δύο ήταν η απερίγραπτη τσατίλα που μου προκαλούσαν κάθε μέρα, οπουδήποτε βρισκόμουν, ειδικά όμως στη Σαϊγκόν και στο Ανόι, τις μεγαλύτερες πόλεις, οι Δ Ι Α Ρ Κ Ε Ι Σ ενοχλήσεις από τύπους με μηχανάκια. Έβγαινα από τα μέρη που έμενα, και πριν κάνω δύο βήματα, κάποιος είχε σταματήσει δίπλα μου για να μου προσφέρει πρώτα αγώγι με το μηχανάκι, μετά ναρκωτικά, και μετά γυναίκα. Το ίδιο, ξανά, και ξανά, και ξανά, και ξανά, και ξανά, από τη στιγμή που έβγαινα από το χόστελ/ξενοδοχείο, μέχρι τη στιγμή που επέστρεφα. Τις πρώτες μια-δυο μέρες το πήρα… χιουμοριστικά, με διάθεση χαβαλέ. Σύντομα όμως έγινε τόσο μα τόοοοσο εξαντλητικό που… δεν έχω λόγια. Φαντάζομαι ότι κάποιοι τώρα σκέφτεστε “στην Ταϊλάνδη να δεις τι γίνεται”, στην Ινδονησία να δεις τι γίνεται”, “στην Χ/Ψ/Ω χώρα να δεις τι γίνεται”… Προσωπικά, αυτό που έζησα στο Βιετνάμ το 2010, ήταν… μια κατηγορία μόνο του. Η λέξη “εξαντλημένος” είναι πολύ φτωχή για να περιγράψει το πώς επέστρεφα κάθε βράδυ εκεί που έμενα.
Φέτος, τέτοιου είδους “ενοχλήσεις” ήταν… μετρημένες στα δάκτυλα κάθε μέρα, κι αυτό δεν ήταν τυχαίο. Εκείνο που έχει αλλάξει σήμερα σε σχέση με τότε, είναι ότι έχει υπάρξει “έκρηξη” online εφαρμογών στον τομέα τής παραγγελίας/παράδοσης φαγητού. Ο αριθμός εκείνων που “οργώνουν” τους δρόμους τής Σαϊγκόν με μηχανάκι μπορεί σήμερα να είναι ακόμα μεγαλύτερος από το 2010, όμως στη συντριπτική πλειοψηφία τους φέρουν τα χρώματα των εφαρμογών για τις οποίες δουλεύουν, δεν “κυνηγάνε” τους τουρίστες για αγώγια, ναρκωτικά, γυναίκες. Το 2010 έκανα βόλτα στη Σαϊγκόν και μου ερχόταν να πιαστώ στα χέρια με όσους με ενοχλούσαν. Φέτος οι βόλτες ήταν… αυτό, ΒΟΛΤΕΣ, ξέγνοιαστες, όχι πηγή τσατίλας σε βαθμό οργής.
0-5
Το δεύτερο που με έβγαλε από τα ρούχα μου το 2010 στο Βιετνάμ, ήταν το πόσο κουτοπόνηροι ήταν πολλοί, όταν ερχόταν η ώρα να πληρώσεις για το φαγητό σου, για το ένα, για το άλλο, οτιδήποτε δεν είχε την τιμή του γραμμένη κάπου, καθαρά. Γενικά, το 2010 δεν έβλεπες τιμές στο Βιετνάμ, τουλάχιστον στα low-profile μαγαζιά που πήγαινα εγώ για φαγητό. Έχω να θυμάμαι ότι τις πρώτες πέντε μέρες που πέρασα τότε στη Σαϊγκόν, πήγα και τα πέντε μεσημέρια στο ίδιο μαγαζί για φαγητό (δίπλα εκεί που έμενα, βολικό), και πλήρωσα πέντε διαφορετικά ποσά για το ΙΔΙΟ φαγητό(!). Κάθε φορά που ερχόταν η ώρα να πληρώσω, το διαφορετικό παιδί που ήταν στο ταμείο κάθε μέρα, έπαιρνε τον χρόνο του, μερικά δευτερόλεπτα, υπολογίζοντας μέχρι πόσο μπορούσε να με… “δαγκώσει”. Κι αυτό το πήρα χιουμοριστικά τις πρώτες ημέρες, όμως σύντομα κι αυτό άρχισε να με κουράζει αφάνταστα. Οι τιμές ήταν χαμηλές, δεν μου πονούσε την τσέπη η κουτοπονηριά τους, η αίσθηση ότι με αντιμετώπιζαν σαν κορόιδο ήταν που με εκνεύριζε. Προφανώς, ούτε αυτό αποτελεί “αποκλειστικότητα” του Βιετνάμ, όμως προσωπικά, το συγκεκριμένο, μόνο στο Βιετνάμ το είχα ζήσει σε τέτοιο βαθμό, κι ακόμα και σήμερα, δέκα χρόνια αργότερα, δέκα χρόνια ουσιαστικά ενός ασταμάτητου ταξιδιού (σπασμένου σε οκτάμηνα, δεκάμηνα, 14μηνα), την κοροϊδία στις χρεώσεις στο Βιετνάμ τότε, τις έχω στην κορυφή τού βάθρου.
Φέτος, η αναγραφή τιμών σε “απλά” μαγαζιά, ακόμα και σε πάγκους σε υπαίθρια αγορά σε μια γωνία τής κεντρικής πλατείας, μπορεί να μην αποτελούσε κανόνα, ούτε στα μισά δεν έβλεπες τιμές, όμως από το…καθόλου, στο 30-35%, η διαφορά ήταν εμφανής, κι έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να μείνω ήρεμος, ξέγνοιαστος, χαλαρός.
Η ειρωνεία – τριπλή – τής υπόθεσης είναι ότι το 2010 με πίεσα για να μείνω στο Βιετνάμ ολόκληρο μήνα, όπως είχα σχεδιάσει. Μέσα στην πρώτη βδομάδα κουράστηκα, τσατίστηκα, ήθελα να φύγω, όμως σκεφτόμουν “είμαι εδώ ΤΩΡΑ, ποιος ξέρει πότε και ΑΝ ξανάρθω, οπότε… μένω, και βλέπουμε”. Φέτος, ήταν να περάσω μόνο δέκα μέρες, όλες στη Σαϊγκόν, όμως το πρώτο κιόλας βράδυ άρχισα να σκέφτομαι αν και πώς θα μπορούσα να μείνω περισσότερο(!).
Η δεύτερη… πτυχή τής ειρωνείας, είναι ότι τελικά δεν πέρασα ούτε καν εκείνες τις δέκα μέρες που είχα σχεδιάσει. Ήταν γύρω στις εννιά το βράδυ, 16 Μαρτίου, όταν ο πρωθυπουργός τής Μαλαισίας ανακοίνωσε ότι το επόμενο βράδυ, τα μεσάνυχτα, έκλειναν τα σύνορα, και θα επιτρεπόταν η είσοδος μόνο σε Μαλαισιανούς, και σε ειδικές περιπτώσεις ξένων πολιτών. Στην Κουάλα Λούμπουρ, στο σπίτι φίλης μου, είχα σχεδόν όλα τα πράγματά μου, πάνω από 20 κιλά, ότι είχα μαζί μου για ένα ταξίδι στη Νοτιοανατολική Ασία που νόμιζα ότι θα κρατούσε τρεις μήνες. Τελικά δεν κράτησε ούτε δύο. Με το που έμαθα τα νέα, αγόρασα καινούργιο εισιτήριο για Κουάλα Λούμπουρ για την επομένη (για να προλάβω το κλείσιμο των συνόρων), και πριν πάω στο αεροδρόμιο της Σαϊγκόν για την πτήση την επόμενη μέρα, πήγα και στα γραφεία τής Turkish Airlines, για να αλλάξω το Κουάλα Λούμπουρ – Θεσσαλονίκη.
Η τρίτη πτυχή τής ειρωνείας είναι ότι φέτος συμπεριέλαβα το Βιετνάμ στο τρίμηνο – νόμιζα – ταξίδι στη Νοτιοανατολική Ασία, πρώτα και κύρια επειδή το 2010 δεν είχα δει ποδόσφαιρο εκεί, και μου είχε μείνει… απωθημένο (ο καθένας με τα απωθημένα του). Η ειρωνεία έγκειται στο ότι όταν σχεδίαζα το ταξίδι και αγόραζα εισιτήρια από Κουάλα Λούμπουρ για Σαϊγκόν, για Μπανγκόκ, και αλλού, ποδόσφαιρο έπαιζαν παντού, και με φιλάθλους. Τη μέρα που πέταξα από Κουάλα Λούμπουρ για Σαϊγκόν, το έκανα με… μισή καρδιά, επειδή ήξερα ότι στο Βιετνάμ το πρωτάθλημα ναι μεν δεν είχε διακοπεί, όμως οι αγώνες διεξάγονταν χωρίς φιλάθλους. Υπήρχε παιχνίδι στη Σαϊγκόν τις ημέρες που πρόλαβα να περάσω εκεί, παιχνίδι που το σχέδιο ήταν να πάω να δω, ήξερα ότι πλέον αυτό δεν ήταν εφικτό, όμως ως καλός… μαζοχιστής, πήγα στο γήπεδο(!), έστω απλά και μόνο για να κάνω τον γύρο του, να βγάλω φωτογραφίες ό,τι μπορούσα να βγάλω.
Μακροσκελές το κείμενο… Αν κάποιος έφθασε μέχρι εδώ, τον προτρέπω να κρατήσει ΤΟΥΤΟ ως… “ζουμί”: οι συνθήκες αλλάζουν, εμείς αλλάζουμε, κι αν έχετε κάποια χώρα στην οποία πήγατε κάποτε πρώτη φορά και φύγατε από εκεί με κακές αναμνήσεις, μην την… ξεγράφετε. Εγώ μέχρι φέτος τον Μάρτιο είχα το Βιετνάμ ως…“προορισμό προς αποφυγή”, και σήμερα δεν βλέπω τη μέρα που θα μπορέσω να ξαναπάω(!). Μου… “χρωστάει” ακόμα – τουλάχιστον – έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, και του “χρωστάω” μία καινούργια γύρα από Σαϊγκόν μέχρι Ανόι, αυτήν τη φορά με πιο ανοικτό μυαλό και καλύτερη διάθεση…
Αν αναζητάτε καταλύματα στη χώρα ρίξτε μια ματιά στις προσφορές της Booking.
COMMENT (1)
billy
()
εμάς πάντως το 2012 στις δδύο πόλεις δεν μας σταμάτησε ούτε ένα (ούτε ένα κυριολεκτικά) μηχανάκι για να μας πουλήσει οτιδήποτε…