Όλα ξεκινούν στη Battambang της Καμπότζης. Το ένα και μοναδικό λεωφορείο που θα με οδηγούσε στη μεθοριακή πόλη Prum μέσω Pailin ξεκινούσε στις 13:30. Στόχος ήταν να περάσω οδικώς στη γειτονική Ταϋλάνδη. Κόστος διαδρομής 4$.
Σε τούτη την επαρχία της χώρας ο τουρισμός δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος με αποτέλεσμα να υπάρχει μια σχετική επικοινωνιακή δυσκολία. Με ολίγη προσπάθεια κατάφερα να βρω το παραπάνω λεωφορείο σε ένα σημείο της πόλης.
13:42 το μονάκριβο λεωφορείο μας ξεκίνησε. Επιβάτες 28 στους 29 ντόπιοι, μαντέψτε ποιος ήταν ο 1 στους 29? Ξεκινούμε λοιπόν για το δίωρο ταξιδάκι μας για το Prum. Την τελευταία πόλη της Καμπότζης. Με σκοπό να περάσω την Καμποτζιανό – Ταυλανδική μεθόριο περπατώντας. Ο δρόμος ήταν σε αρκετά καλή κατάσταση.
Μέσα στο λεωφορείο ο επιβάτης έχει δυο επιλογές.
1) Να αγναντεύει την αποψιλωμένη επαρχία της χώρας και την αγροτική ζωή της.
2) Να παρακολουθεί τα τελευταία Hit της Καμποτζιανής δισκογραφίας στην οθόνη που βρίσκεται πάνω από το κεφάλι του οδηγού (Απίστευτες σκηνοθεσίες. Έρωτες φτωχού εργάτη με εύπορη κοπέλα, ξυλοδαρμοί του εργάτη από έναν πλούσιο με σωματοφύλακες και τέτοια τρομερά ) . Όλα τα video clip για 2 ώρες νομίζω είχαν το ίδιο θέμα!
Το ταξίδι φτάνει στο τέλος του, στη μεθοριακή πόλη Prum, αφού προηγουμένως περάσει από την πρωτεύουσα της ακριτικής επαρχίας Pailin. Οι λιγοστοί επιβάτες που απομείναμε κατεβήκαμε στο τέρμα της διαδρομής.
Εκεί όπως και σε κάθε τερματισμό λεωφορείου περιμένουν καρτερικά, οδηγοί Tuk Tuk και δικύκλων για την μεταφορά των επιβατών. Προορισμός μου ήταν τα σύνορα , τα οποία απείχαν περίπου 1 χιλιόμετρο .
Το σακίδιο στην πλάτη λοιπόν και με θερμοκρασία να ξεπερνά τους 30 βαθμούς ξεκίνησα να διασχίζω το ‘εξωτικό’ Prum. Τούτη η μικρή πόλη αν θα μπορούσα να την παρομοιάσω με μια άλλη, θα την χαρακτήριζα την Γευγελή της Καμπότζης (οι βορειοελλαδίτες με καταλαβαίνουν). Το Prum λοιπόν είναι μια ήσυχη συνοριακή πόλη γεμάτη casino και εμπορικά καταστήματα. Ίσως να είναι και περισσότερα από τους κατοίκους. Υπάρχει ένας κεντρικός δρόμος ενός χιλιομέτρου και κατά μήκος αυτού σπίτια, καταστήματα και ναοί των κουμαρτζήδων. Όπως εύκολα φαντάζεστε είναι μια πόλη που δεν αξίζει να μπει στον ταξιδιωτικό σας χάρτη.
Είχα ακούσει ότι από τον συγκεκριμένο μεθοριακό σταθμό, δε θα συναντήσω μεγάλες ουρές στο τελωνείο. Θα γλύτωνα χρόνο από την Καμποτζιανή γραφειοκρατία. Όπως επίσης ότι δεν προτιμάται ιδιαιτέρως από τους οδηγούς φορτηγών, μιας και η ευρύτερη περιοχή της νοτιοδυτικής Καμπότζης θεωρείτο εμπόλεμη μέχρι το 1998 με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν οι κατάλληλες υποδομές.
Όλα τα παραπάνω ίσχυαν.
Στην Καμπότζη για να εισέλθεις απαιτείται χαρτούρα και υπομονή, για να εξέλθεις απαιτούνται μόλις 2 λεπτά. Αφού ελέγχθηκα από τον υπάλληλο του συνοριακού σταθμού, περπάτησα την ουδέτερη ζώνη και έφτασα στην Ταϋλάνδη.
Εκεί σειρά είχαν οι Ταϊλανδοί υπάλληλοι. Συμπλήρωσα το απαραίτητο έγγραφο, έδειξα το διαβατήριο μου και μέσα σε 5 λεπτά ξεμπέρδεψα. Για να εισέλθεις στη χώρα δεν απαιτείται visa (σε αντίθεση με την Καμπότζη).
Η αλήθεια είναι ότι μου έκανε εντύπωση ότι δεν υπήρχε άλλος κόσμος. Προφανώς λίγοι προτιμούν το συγκεκριμένο σταθμό, σκέφτηκα. Πλέον ήμουν σε ταϋλανδικό έδαφος με μια νέα σφραγίδα στο διαβατήριο μου και χαρούμενος που δεν έχασα πολύτιμο χρόνο στα σύνορα.
Η διαφορά στις δυο χώρες φαίνεται από την πρώτη στιγμή. Η Ταϋλάνδη έχει καλύτερες υποδομές, έχει διατηρήσει τα δάση της ανέπαφα, σε μεγάλο βαθμό και φυσικά η οδήγηση γίνεται από αριστερά σε αντίθεση με την Καμπότζη (που λόγο γαλλικής επιρροής οδηγούν εκ δεξιών).
Ειλικρινά θα αναφέρω ότι δεν ήταν ιδιαιτέρως προγραμματισμένη η συγκεκριμένη βόλτα μου. Φαντάστηκα ότι θα περάσω τα σύνορα, θα συναντήσω κάποιο χωριό και από εκεί θα πάω στην επόμενη πόλη με κάποιο λεωφορείο.
Συνεχίζω λοιπόν να προχωρώ χαλαρός αγναντεύοντας τη φύση της νοτιοανατολικής Ταϋλάνδης. Αραιά και που με προσπερνούσε κάποιο φορτηγό. Εκεί μετά από λίγο συνάντησα ένα φυλάκιο του στρατού με 3-4 οπλισμένους άντρες. Γελαστοί και ευγενέστατοι με ρώτησαν που πηγαίνω.
Τους απαντώ στο Chanthaburi ή στην Pattaya. Για οπουδήποτε έβρισκα λεωφορείο θα έμπαινα.
Χαμογέλασαν και με τον μορφασμό του θαυμασμού μου υπόδειξαν τη δύση!
Αργότερα κατάλαβα ότι ο μορφασμός θαυμασμού σήμαινε, ότι με παραδέχονται για την μεγάλη πορεία που θα έκανα, κάτω από το λιοπύρι. (που να ήξεραν ότι έψαχνα λεωφορείο).
Φαντάστηκα, ότι μετά από λίγο θα συναντήσω τον πρώτο οικισμό. Έλα όμως που στην πορεία αντιλήφτηκα ότι η πρώτη πόλη που συναντά κανείς είναι στα 30 χιλιόμετρα.
Εντάξει, δεν περίμενα να με υποδεχθεί η μπάντα του δήμου με τυμπανοκρουσίες και να με περιμένει ένα βανάκι με κλιματισμό, με τον οδηγό να μου λέει…
Που είσαι μεγάλε? Όλα καλά? Άντε, ανέβα να ξεκινήσουμε.
Αλλά όλα τα κράτη έχουν έναν Προμαχώνα, Ευζώνους , Κήπους. Εκεί τίποτα, μόνο φύση και άσφαλτος για πολλά χιλιόμετρα. Ο ήλιος ακριβώς από πάνω με χλεύαζε για την απόφαση μου, ένα διακριτικό αεράκι κινούσε τα ασιατικά σπαρτά και ο υπογράφων, δεν ήξερε αν θα πρέπει να βρίζει τον εαυτό του ή να γελάσει με αυτόν.
Κάπου εκεί έφεξε η τύχη μου, ένα από τα λίγα οχήματα που με προσπέρασε, σταμάτησε λίγα μέτρα μακριά και ο νεαρός οδηγός μου έκανε ένα νόημα. Τρέχω προς τα εκεί και με ρωτά με τα λίγα αγγλικά του, που πηγαίνω! Η απάντηση μου ήταν διπλωματική.
-Ή Chanthaburi ή Pattaya απαντώ.
-Εμείς πάμε Chanthaburi, θέλεις να έρθεις?
-Αν θέλω λέει, σκέφτηκα! Οκ, απαντώ και μπήκα με το σακίδιο μου στο υπερσύγχρονο αγροτικό. Την καμπίνα του οχήματος την μοιράστηκα με δυο συναδέλφους που επέστρεφαν σπίτι από τη δουλειά τους. Τον νεαρό οδηγό και την κυρία May.
Μέσα στην άγνοια μου, οι άνθρωποι αυτοί μου εξήγησαν ότι η πόλη τους (που είναι η πρωτεύουσα της επαρχίας) απέχει 80 χιλιόμετρα και ότι εδώ που είμαστε δεν έχει λεωφορεία.
-Κωστή , σου φέξε..μη μιλάς καθόλου!
Οι ευγενέστατοι αυτοί άνθρωποι ήταν η παρέα μου για το άνετο ταξίδι μέχρι την πόλης τους, που διήρκησε λίγο περισσότερο από μια ώρα.
Ο δρόμος ήταν σε πολύ καλή κατάσταση και τριγύρω σε πολλά σημεία υπήρχαν έργα διαπλάτυνσης του οδικού δικτύου. Φτάνοντας λοιπόν στο Chantaburi , η κυρία May και ο νεαρός φίλος, θεώρησαν υποχρέωση τους να με πάνε στον σταθμό λεωφορείων για Pattaya. Εφόσον περιπλανηθήκαμε μέσα στην πόλη για λίγο και αφού ρωτήσαμε κάποιους ντόπιους με πήγαν ακριβώς έξω απ’ το λεωφορειάκι που θα έπαιρνα. Η κυρία May μάλιστα , με μητρική φροντίδα βρήκε τον οδηγό, ρώτησε για την ώρα αναχώρησης και για το αντίτιμο και με παρέδωσε με ασφάλεια!!!
Αξίζει να υπενθυμίσω . Τούτοι οι δυο εργαζόμενοι , δούλεψαν 8 ώρες , έκαναν 160 χιλιόμετρα. Βρήκαν στο δρόμο τους έναν ιδρωμένο ταλαίπωρο τουρίστα, τον μάζεψαν και μοιραστήκαν την καμπίνα του οχήματος τους. Τέλος, πήγαν τον άγνωστο τουρίστα με ασφάλεια στο λεωφορείο που θα έπαιρνε στη συνέχεια.
Τέτοιους φιλόξενους ανθρώπους δεν συναντάς συχνά και ούτε εγώ δε θυμάμαι πόσες φορές τους ευχαρίστησα. Μου είπαν μάλιστα ότι έχω δυο νέους φίλους στην Ταϋλάνδη. Όμορφες κινήσεις που σε σκλαβώνουν. Τους χρωστώ τεράστια χάρη.
Ιδού οι σωτήρες μου!
Τελευταίο και πιο ξεκούραστο σκέλος του ταξιδιού μου ήταν από εκεί στην παραθαλάσσια Pattaya. Το ταξίδι των 2:30 ωρών κόστισε 200 baht και ήταν πολύ άνετο . Ο αυτοκινητόδρομος ήταν σε άριστη κατάσταση και κατά τις 21:00 έφτασα στην πολύβοη και αμαρτωλή Pattaya..
Συνεχίζεται…
Αν αναζητάτε καταλύματα στην περιοχή ρίξτε μια ματιά στις προσφορές της Booking.