Το ότι κάθομαι να γράψω ένα κείμενο για τους καταρράκτες Ιγκουασού, δηλαδή κάτι που βρίσκεται (πολύ γενικά θέτοντάς το) “στη φύση”, κι όχι εντός κάποιας πόλης, μου φαίνεται τόσο οξύμωρο όσο το να διάβαζα… ύμνο για το… κοκορέτσι, γραμμένο από ορκισμένο χορτοφάγο(!).
Εξηγούμαι: όπως συνηθίζω να λέω, αν κέρδιζα ταξίδι σε διαγωνισμό και μπορούσα να επιλέξω μεταξύ δέκα ημερών “κάπου στη φύση”, σε κάποιο εθνικό πάρκο, με διαμονή σε… καμπάνα πολυτελείας και προσωπικό σεφ να μου ετοιμάζει πέντε γεύματα τη μέρα, αν λοιπόν μπορούσα να επιλέξω μεταξύ αυτού και ενός σύντομου διημέρου στην πιο χαοτική, μη γοητευτική, βρόμικη και κακόφημη πόλη, με διαμονή σε ξενοδοχείο… μισού αστέρα, χωρίς καν πρωινό στο “πακέτο”, το δεύτερο θα διάλεγα(!), χωρίς δεύτερη σκέψη.
Προφανώς δεν έχω κάτι εναντίον των εθνικών πάρκων, της… φύσης γενικά, απλά… χάνω το ενδιαφέρον μου πολύ γρήγορα. Σε μία πόλη, όσο… Μανίλα κι αν είναι (από τότε που πέρασα μια βδομάδα εκεί, το 2013, τη χρησιμοποιώ σαν “ό,τι πιο απογοητευτικό έχω δει σε πόλη” παράδειγμα), θα βρω πράγματα να μου κρατήσουν το ενδιαφέρον ζωντανό για μέρες, όχι απαραίτητα απολαμβάνοντας τον χρόνο μου εκεί, αλλά σίγουρα χωρίς να βαρεθώ.
Γνωρίζω κόσμο που ταξίδεψε ή σκοπεύει να ταξιδέψει πρώτη φορά στη Βραζιλία ή την Αργεντινή, για όχι περισσότερο από δέκα μέρες, δυο βδομάδες, και φρόντισαν/φροντίζουν να συμπεριλάβουν τους καταρράκτες Ιγκουασού στο – στριμωγμένο – πρόγραμμα του ταξιδιού τους. Προσωπικά, την πρώτη φορά που πήγα, το 2009, σταμάτησα εκεί (στο Φος – ή “Φοζ”, όπως το έχουμε μάθει οι μη Βραζιλιάνοι – την πόλη κοντά στους καταρράκτες, στα σύνορα με Παραγουάη), μόνο και μόνο επειδή ήθελα/έπρεπε να “σπάσω” κάπου στα δύο την ατελείωτη “λεωφορειάδα” μεταξύ Ασουνσιόν και Σάο Πάουλο. Σχεδόν από… υποχρέωση δηλαδή…
Γιατί λοιπόν γράφω αυτό το κείμενο; Επειδή ήθελα να γράψω κάτι κι έπρεπε να διαλέξω “προορισμό”, επειδή μία καινούργια φίλη ετοιμάζεται να ταξιδέψει – και – εκεί, κι επειδή βασικά θέλω να καταδείξω ότι σε κάθε ταξίδι κάτι σε ξαφνιάζει, κάτι μαθαίνεις, όχι μόνο για το μέρος που επισκέπτεσαι, αλλά και για τον ίδιο τον εαυτό σου. Ακόμα κι εγώ, ο λάτρης των πόλεων, ο “ποιοι καταρράκτες τώρα;…”, “κερδήθηκα” (αδόκιμο, αλλά…) τόσο μα τόσο από το συγκεκριμένο μέρος, που αφενός δεν ήθελα να φύγω, κι αφετέρου μου υποσχέθηκα κάποτε να πήγαινα ξανά (και συνέβη, εννιά χρόνια αργότερα, το 2018).
Το “περί τίνος πρόκειται”, όποιος δεν έχει πάει στους καταρράκτες Ιγκουασού, μπορεί να το βρει εύκολα στο ίντερνετ. Εκείνο που εγώ μπορώ να μοιραστώ είναι η ανάμνηση να μου ξεφεύγουν αυθόρμητα μακρόσυρτα “ουάου” ανά μερικά δευτερόλεπτα τις πρώτες φορές που είδα μέρος των καταρρακτών, αργότερα να… ξεμένω από “ουάου”, φθάνοντας στο “κυρίως πιάτο”, και από ένα σημείο και μετά να είμαι με ένα χαζοχαρούμενο χαμόγελο χωρίς σταματημό. Εννοώ χαμόγελο που διαρκεί τόσο, που όταν κάποια στιγμή χάνεται, αισθάνεσαι κυριολεκτικά τα μάγουλά σου να πονάνε.
Το χαμόγελο σχηματίστηκε τη στιγμή που άρχισα να γίνομαι μούσκεμα – αναπόφευκτα – από το νερό, περπατώντας στο ξύλινο, πάνω σε στύλους, “μονοπάτι” στον “Λαιμό τού Διαβόλου”, το σημείο στο οποίο απολαμβάνεις την καλύτερη θέα, τουλάχιστον στη βραζιλιάνικη πλευρά των καταρρακτών (όσοι έχουν χρόνο, διάθεση και χρήμα διαθέσιμο, φροντίζουν να περάσουν μία μέρα και στην αργεντίνικη πλευρά). “Φόρεσα” στο σακιδιάκι μου το αδιάβροχο κάλυμμά του, έβαλα μέσα τις δύο φωτογραφικές μηχανές που είχα μαζί μου, ό,τι είχα στις τσέπες και δεν ήθελα να βραχεί, τα… μισά ρούχα που φορούσα, κι απλά… το απόλαυσα. Μπορείς να αγοράσεις “αδιάβροχο”, ή προφανώς να έχεις δικό σου μαζί σου, όμως μου φαίνεται ότι το να βρίσκεσαι στην καρδιά των καταρρακτών Ιγκουασού και η πρώτη έγνοια σου είναι να μείνεις στεγνός, είναι σαν να τρως το αγαπημένο σου φαγητό κάνοντας δίαιτα, ανησυχώντας κάθε δευτερόλεπτο για το όριο των θερμίδων που έχεις θέσει και δεν πρέπει επ’ ουδενί λόγο να ξεπεράσεις. Κατά κάποιον τρόπο το ένα αναιρεί το άλλο, ή… μαγαρίζει την απόλαυση του άλλου…
Πριν γράψω αυτό το κείμενο, βρήκα τις φωτογραφίες που έβγαλα και στις δύο επισκέψεις μου στους καταρράκτες. Άρχισα πάλι να χαμογελάω, και πρόσεξα ότι σε φωτογραφίες που έβγαλα από “στεγνά” σημεία, ζουμάροντας σε κόσμο που ήταν πάνω στον ξύλινο διάδρομο που ανέφερα νωρίτερα, χαμόγελα υπάρχουν σε… έντεκα στα δέκα πρόσωπα. Ήταν μεταδοτικό. Στο του χαμόγελου στέκομαι τόσο, επειδή “μετράω” πολύ τις αυθόρμητες αντιδράσεις, εκείνες που δεν έχεις σχεδιάσει, υπολογίσει. Αφήνοντας στην άκρη όμορφες αναμνήσεις με παρέα ή σε ποδοσφαιρικά γήπεδα (ειδικά σε χώρες που μιλούσα τη γλώσσα και καταλάβαινα τα “διαμάντια” που ξεστομίζονται από παθιασμένους οπαδούς κατά τη διάρκεια αγώνων), παρόμοιο “μέχρι πόνου στα μάγουλα” χαμόγελο έχω να θυμάμαι από μία επίσκεψη σε καταφύγιο σκύλων, έξω από την Κουάλα Λούμπουρ, όπου πέρασα μια ώρα με δεκάδες τετράποδα κουκλιά να χοροπηδάνε θέλοντας να μου γλείψουν το πρόσωπο. Πα-ρά-δει-σος…
Υπάρχουν κι άλλα που κάνουν τους καταρράκτες Ιγκουασού “πλήρες πακέτο” στην κατηγορία “προορισμοί”: με βάση το Φος, η μετάβαση στο εθνικό πάρκο είναι παιχνιδάκι. Το ίδιο λεωφορείο που πηγαίνει από την πόλη στο αεροδρόμιο, συνεχίζει και στο πάρκο. Η απόσταση είναι μικρή, και πληρώνεις απλά το κόστος εισιτηρίου ενός αστικού λεωφορείου. Και τις δύο φορές που πήγα, με διαφορά εννιά ετών, το κόστος τής εισόδου στο πάρκο μού φάνηκε απόλυτα λογικό. Από τη στιγμή που κατεβαίνεις από το λεωφορείο που σε πηγαίνει από την είσοδο του πάρκου στην αρχή τού μονοπατιού, η διαδρομή είναι προφανής, δεν… χάνεσαι. Μου άρεσαν δε πολύ τα… προκαταρκτικά(!), το ότι τους καταρράκτες πρώτα τους ακούς, και μετά τους βλέπεις. Αφού αρχίζεις να τους βλέπεις, πρώτα… διακρίνεις ανάμεσα σε πυκνές φυλλωσιές κάποια μικρά κομμάτια του, και σταδιακά βλέπεις όλο και μεγαλύτερα, με τις φυλλωσιές να αραιώνουν. Μέχρι που κάποια στιγμή μένεις απλά να… χαζεύεις, πιθανότατα με το στόμα ανοικτό, κι αυτό δεν αποτελεί συγγραφική υπερβολή.
(Ξαφνικά θυμήθηκα τον “Απόστολο Σουλτάνογλου”, να μένει άλαλος, με το στόμα ανοικτό και τα μάτια γουρλωμένα, στα πρόθυρα ανακοπής, με το πικάπ να παίζει το… κλασικό “Αποστόλη βάλτην όλη – την παλιά τη μαστοριά σου” – στο… αποκορύφωμα του στριπτίζ που του έκανε η “Μπουμπού Αντζέλα” στο “Γκαρσονιέρα για δέκα”, με τον λατρεμένο μου Χρόνη Ξαρχάκο. Εκτροχιάστηκα).
Ούτε καν οι εκατοντάδες συνεπισκέπτες αφαιρούν κάτι από την όλη εμπειρία. Ίσως το αντίθετο. Όπως το να βλέπεις κωμωδία στην τηλεόραση ή στον κινηματογράφο είναι καλύτερο από το να τη βλέπεις και να γελάς μόνος, όπως το να ακούς αγαπημένο τραγούδι σε συναυλία με χιλιάδες φωνές να εναρμονίζονται, είναι προτιμότερο από το να το σιγομουρμουράς μόνος σε κάποιο γραφείο, με ακουστικά στα αυτιά, όπως ακόμα και το να τραγουδάς σε “φίσκα” γήπεδο είναι απείρως προτιμότερο από το να φωνάζεις μόνος σου μπροστά σε μία τηλεόραση, έτσι και το να μοιράζεσαι την εμπειρία των καταρρακτών Ιγκουασού με εκατοντάδες άλλους “συν-χαζοχαρούμενους” μου φαίνεται ταιριαστό. Προσθέστε τα “εξωτικά” ζώα που βλέπεις στη διαδρομή, τον όλο… εξωτισμό τού “είμαι στη Βραζιλία/Αργεντινή, στους καταρράκτες Ιγκουασού!”, προσθέστε ακόμα-ακόμα και το πόσο… σέξι – μπορεί να – είναι η όλη εμπειρία, με όλον εκείνο τον κόσμο να είναι βρεγμένος από την κορυφή μέχρι τα νύχια, κάτω από τον ήλιο, με λαμπερά χαμόγελα και αγκαλιές/φιλιά μεταξύ ζευγαριών, και έχετε ακόμα καλύτερη εικόνα τού πόσο “πλήρες πακέτο” είναι η επίσκεψη εκεί.
Για τους δε λάτρεις των “κοψοχρονιά” αγορών – αμφιβόλου ποιότητας προϊόντων – υπάρχει και η Σιουδάδ ντελ Έστε, στην παραγουανική πλευρά των συνόρων, “απέναντι”. Ακόμα και το ίδιο το Φος προσφέρεται για ψώνια, αν κάποιος δεν μπορεί να… συγκρατήσει τον καταναλωτή μέσα του. Επώνυμα (“αυθεντικά”) αθλητικά παπούτσια – για παράδειγμα – τα βρίσκεις σε τιμές που σε κάνουν να σκέφτεσαι “πόσα μπορώ να στριμώξω στην αποσκευή μου;”
Κάτι τελευταίο που κάνει τους καταρράκτες Ιγκουασού ακόμα πιο “πολύτιμους” στο “ταξιδιωτικό χρηματιστήριο”, είναι τα… “αναμνησιακά (κι αυτό αδόκιμο) κέρδη” που σου αποφέρει, ακόμα και χρόνια ολόκληρα μετά την επίσκεψή σου εκεί. Τι εννοώ: περπατάς στο κέντρο τής Θεσσαλονίκης – για παράδειγμα – περνάς μπροστά από ταξιδιωτικά γραφεία, και στις διαφημίσεις των πακέτων για Βραζιλία/Αργεντινή βλέπεις φωτογραφίες – και – των καταρρακτών Ιγκουασού. Μπορεί για τον έναν ή τον άλλο λόγο να μην… είσαι στα καλύτερά σου, όμως πέφτει το μάτι σου στις φωτογραφίες, θυμάσαι ότι έχεις πάει εκεί, ότι πέρασες φανταστικά, και κάπως έτσι, από τη μια στιγμή στην άλλη, αισθάνεσαι καλύτερα. Προφανώς, όλες οι φανταστικές αναμνήσεις από ταξίδια “μετράνε”, δεν μας περισσεύει/κακοπέφτει καμιά, όμως υπάρχουν μέρη που λόγω προβολής και “ειδικού ταξιδιωτικού βάρους” μία επίσκεψη εκεί είναι πολύ πιο… ανταποδοτική από ότι αλλού. Για παράδειγμα, το όμορφο βράδυ που μπορεί να πέρασες στην… αυλή ενός χόστελ στη Βιεντιάν, ναι μεν μπορεί να σου άφησε ευχάριστες/γλυκές αναμνήσεις, αλλά… οι αφορμές να το θυμηθείς είναι ελάχιστες, σπάνιες. Τη Βιεντιάν δεν τη βλέπεις… στα καλά καθούμενα κάνοντας βόλτα στο κέντρο τής Θεσσαλονίκης, βλέποντας τηλεόραση, ξεφυλλίζοντας τις σελίδες ενός ταξιδιωτικού περιοδικού, ή διαβάζοντας κάτι στο ίντερνετ περί ταξιδιών. Τους καταρράκτες Ιγκουασού, το άγαλμα του Λυτρωτή Χριστού στο Ρίο, το Μάτσου Πίτσου, τον Πύργο τού Άιφελ, την Όπερα του Σίδνεϊ (η λίστα συνεχίζεται, και συνεχίζεται, και συνεχίζεται), ναι, οι αφορμές που σου δίνονται για να θυμηθείς ένα ταξίδι είναι πολλές περισσότερες, κι αυτό, ίσως, κάνει μία επίσκεψη σε τέτοιους προορισμούς πιο “αναμνησιακά κερδοφόρα” (επιτρέψτε μου ξανά το αδόκιμο της έκφρασης).
Μακρηγόρησα.
Καλό – και με ταξίδια, ακόμα καλύτερα – 2020 σε όλους.
Αν αναζητάτε καταλύματα στη χώρα ρίξτε μια ματιά στις προσφορές της Booking.