Ήταν απόγευμα Παρασκευής όταν μόλις είχα επιστρέψει στην πρωτεύουσα , έπειτα από μία ημερήσια εκδρομή στην οινοπαραγωγική περιοχή του Kakheti. Πριν κατευθυνθώ στο κατάλυμα μου φρόντισα να μεριμνήσω για την ολοήμερη εκδρομή της επομένης. Το Σάββατο λοιπόν, τα γραφεία που οργάνωναν τις εξορμήσεις θα υπολειτουργούσαν.
Είσαι σίγουρος πως θέλεις να φύγεις από την πόλη μια τέτοια μέρα μου είπαν. Ποια μέρα διερωτώμαι, όλες ίδιες μου φαινόταν. Το συγκεκριμένο τριήμερο έρχεται κόσμος από όλη τη χώρα και ουσιαστικά η Τιφλίδα γίνεται ένα υπαίθριο μπάρμπεκιου με πάμπολλα δρώμενα. Η ιδέα ενός Γεωργιανού πανηγυριού είναι η αλήθεια πως δε με δελέασε αρκετά και συνέχισα ακάθεκτος να ψάχνω το πρόγραμμα για την επομένη. Διότι καλές οι πόλεις, αλλά αν βρίσκεσαι περισσότερες από 3 ημέρες σε ένα ιστορικό κέντρο, στο τέλος το μαθαίνεις τόσο πολύ και καταλήγεις να περιφέρεσαι στα ίδια σημεία χαιρετώντας μέχρι και τους γείτονες.
Το Σάββατο πρωί είχε φτάσει και με μια μικρή ομάδα με άλλους 4 ταξιδιώτες επισκεφτήκαμε την περιοχή της Mtskheta και της γενέτειρας του Στάλιν, το Gori. Συνήθως σε τούτες τις ημερήσιες, συμμετέχουν περίπου 15 τουρίστες και εκείνη τη μέρα κατόπιν συνεργασίας δύο τουριστικών γραφείων συγκεντρωθήκαμε μετά βίας 5 νοματαίοι. Η μέρα κύλησε όμορφα και επιστρέφοντας πίσω στην Τιφλίδα αργά το απόγευμα, νιώθαμε πως στους ήδη πολύβουους δρόμους, η κίνηση ήταν αρκετά πιο αυξημένη και στον ορίζοντα διέκρινες την κάπνα από τις ψησταριές να δημιουργούν μια τσικνιστή ομίχλη.
Κάθε χρόνο, ένα τριήμερο μέσα στον Οκτώβριο η πόλη φορά τα ψηστικά της καθώς κάτοικοι και επισκέπτες, περιχαρείς επιδίδονται σε μια κρεατοφαγική φιέστα. Ως αδαής νόμιζα πως ήταν κάποια εθνική εορτή ή η τιμητική κάποιου πολιούχου, όταν ρώτησα όμως τον ιδιοκτήτη του hostel που διέμενα, για πιο λόγο συμβαίνει αυτή η γιορτή, η απάντηση του ευτραφούς κυρίου ήταν αφοπλιστική.
“No reason, we do it every year in October”.
Αμέσως κατάλαβα πως έχουμε πολλά κοινά σαν λαοί, μιας και οι δύο ψάχνουμε την παραμικρή αφορμή να στήσουμε μικρά παζαράκια και πρόχειρες ψησταριές, δίχως να υπάρχει κανένας θρησκευτικός η πολιτισμικός λόγος. H αλήθεια είναι πως το συγκεκριμένο εορταστικό τριήμερο ονομάζεται Tbilisoba και εορτάζεται σε ετήσια βάση από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης. Δημιουργήθηκε το 1979 και έκτοτε λαμβάνει χώρα το πρώτο Σαββατοκύριακο του Οκτωβρίου. Αποτελεί κατά κάποιο τρόπο ένα αφιέρωμα για τα 1500 χρόνια της Τιφλίδας.
Κατά το σούρουπο πέρασα μια βόλτα από το κέντρο, να μπω και γω λιγάκι στο κλίμα. Ο σπιτονοικοκύρης μου ο Λέβαν, μου είπε πως το βράδυ είμαι καλεσμένος στο ψήσιμο που θα στήσει με τον ιδιοκτήτη του διπλανού hostel. Τέτοιες ευκαιρίες δεν τις αφήνω να πάνε χαμένες. Εφοδιάστηκα ένα ωραίο κρασάκι για δώρο και κατά τις 21:30 τα πρώτα shashlik (χοιρινά κοντοσούβλια) τοποθετήθηκαν στις ψησταριές. Έχω ξαναγράψει στο παρελθόν πως αν ταξιδεύεις μόνος σου, πολλές φορές βρίσκεσαι ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους που κάθε άλλο παρά μονάχος δεν είσαι.
Ο καιρός ήταν υπέροχος. Οι σαλάτες είχαν κοπεί, οι μελιτζάνες είχαν βγει από τα κάρβουνα, το κρασί παραγωγής σε μπουκάλι αναψυκτικού έρεε στο τραπέζι και γύρω από την ψησταριά είχε μαζευτεί ένα πολυφυλετικό κράμα. Ο Γεωργιανός ψήστης με την ομοεθνή παρέα του, ο Κούρδος ιδιοκτήτης του γειτονικού hostel με την Ταϊλανδή γυναίκα του, δύο Ρώσοι, ένας Γερμανός, ένας ακόμη Ταϊλανδός, κανα δυό αποδημητικοί, ο Μουράτ και ο υπογράφων. Ο συζητήσεις και οι προπόσεις διαδεχόταν η μία την άλλη. Μάλιστα στο θέμα των προπόσεων αντιλήφθηκα πως τα πράγματα σοβαρεύουν αρκετά επάνω στο τραπέζι. Ανά τακτά διαστήματα, κάποιο μέλος της παρέας έπαιρνε το λόγο και σηκωμένος όρθιος με το ποτήρι στο χέρι έδινε το σύνθημα να πιούμε στην υγεία κάποιων. Αρχικά στην υγεία των γονέων, των παιδιών, των φίλων, των ανήμπορων, των νεκρών, των λοιπών συγγενών, της ειρήνης, της χώρας μέχρι και του αρχιεπισκόπου της χώρας. Καθ’όλη τη διάρκεια των προπόσεων όπως είναι λογικό όφειλε κανείς να στέκεται σοβαρός και να ακολουθεί το τελετουργικό δίχως να χάσκει και να αφαιρείται. Ένα ανεπαίσθητο μειδίαμα μπορεί να είναι αρκετό για να ανάψει μια σπίθα.
Το καλό σε τέτοιου τύπου τραπέζια είναι πως αντιλαμβάνεσαι στο μέγιστο βαθμό την νοοτροπία των ντόπιων , πράγμα το οποίο δεν μπορεί να το παρέχει καμία ξενάγηση ή οργανωμένο τουρ. Για αυτό το λόγο πάντοτε αναζητώ τέτοιου τύπου αναμείξεις. Μέσα στην όλη οινοποσία σε αυτήν την άτυπη γιορτή της πόλης έμαθα αρκετά για τη χώρα, τους απόδημους Γεωργιανούς και πολλά άλλα. Όμως την μεγαλύτερη εντύπωση μου έκανε η ιστορία του Μουράτ.
Ο αυτοπροσδιοριζόμενος anti-military activist που εδώ και 3 χρόνια ζει εκτός Τουρκίας, διότι φοβόταν διαρκώς για τη ζωή του. Αντιρρησίας συνείδησης , αρνήθηκε την στράτευση σε ένα στρατοκρατούμενο έθνος και πλέον πληρώνει αυτό το τίμημα. Ουσιαστικά διωγμένος από τη χώρα του, ένα χρόνο πριν το πραξικόπημα, δε διαθέτει καν διαβατήριο και ζει φιλοξενούμενος σε κάποια hostels παρέχοντας ως αντάλλαγμα μια μικρή βοήθεια στη λειτουργία τους. Χαλαρός και πράος ο Μουράτ, ενθουσιάστηκε που θα έχει συνδαιτυμόνα έναν Έλληνα. Λάτρης του αρχαίου Ελληνικού πνεύματος και ένθερμος οπαδός της φιλίας των δύο χωρών, μου ζήτησε μάλιστα και συγνώμη για την Άλωση της Πόλης το 1453. Μακριά από τα στερεότυπα του τυπικού μουσουλμάνου που δεν πίνει αλκοόλ και δεν τρώει χοιρινό, ο Μουράτ έμοιαζε να μη νοιαζόταν πολύ για αυτά. Το όνειρο του είναι να ζει σε έναν τόπο ειρηνικό και θα ήθελε πάρα πολύ να έρθει μόνιμα στη χώρα μας να ανοίξει ένα hostel.
Μία από τις πιο χαρακτηριστικές ιστορίες τουρκικής εθνικιστικής παράνοιας που μου αφηγήθηκε, αφορούσε έναν νέο από την Σαμψούντα, ο οποίος επηρεασμένος από την προπαγάνδα, δήλωσε εθελοντής για να βρεθεί στο μέτωπο πολεμώντας τους Κούρδους. Κατά τη διάρκεια των μαχών τραυματίστηκε στο πόδι και εν συνεχεία αιχμαλωτίστηκε από τους ορκισμένους εχθρούς του. Η ομηρία του διήρκεσε συνολικά 2 χρόνια. Όλο αυτό το διάστημα, οι γονείς του απευθυνόμενοι σε αστυνομικά τμήματα και στρατολογίες, προσπαθούσαν να μάθουν νέα του παιδιού τους. Είχαν πλέον γίνει φορτικοί για τους αρμοδίους και μέσα σε κλίμα εκνευρισμού, εν ολίγοις τους είπαν πως… μη μας ενοχλείτε και πολύ με το γιο σας, διότι γνωρίζουμε την καταγωγή σας. Δηλαδή, ο εθελοντής στρατιώτης που κατετάγη να πολεμήσει για την πατρίδα που αγάπησε, αιχμαλωτίστηκε και το ίδιο το σύστημα που τον έστειλε εκεί, τον θεώρησε παρακατιανό πολίτη, μιας και ως Σαμψούντιος θεωρήθηκε Ποντιακής καταγωγής και συνεπώς όχι άριος Τούρκος. Η συνέχεια είναι πως όταν κατά την ανταλλαγή ομήρων επιτέλους απελευθερώθηκε , άφησε πίσω του τις εθνικιστικές ιδέες, άλλαξε το όνομα του σε Γιάννης και ζει πλέον σε περιοχή Κούρδων. Παιχνίδια της μοίρας. Αυτά και άλλα τέτοια παιχνίδια συνέβαλαν ώστε ο Μουράτ να μη θέλει να ακούει για εχθρούς και πολέμους. Με τη επιστροφή μου στην πατρίδα και έπειτα από μια μικρή αναζήτηση στο διαδίκτυο, διαπίστωσα πως η παραπάνω ιστορία αναφέρεται στον Γιάννη Βασίλη Γιαϊλαλί.
Τέτοιου είδους συζητήσεις, σε τόσο απλά και συνάμα όμορφα τραπέζια αποτελούν την αγαπημένη μου διασκέδαση. Φυσικά να υπάρχει αρκετό κρασί, διότι όπως λέει και μια σοφή παροιμία “Καμιά ενδιαφέρουσα κουβέντα δεν ξεκίνησε με σαλάτα”. Η ώρα περνούσε και το τραπέζι άρχισε να γίνεται όλο και πιο ολιγομελές. Ένας ένας εγκατέλειπε. Άλλοι τρεκλίζοντας, άλλοι πιο νηφάλιοι. Έχοντας πλέον μείνει στην παρέα ένας Έλληνας, ένας Τούρκος και ένας Πέρσης, θα μπορούσαμε να είμαστε κάποιο ανέκδοτο. Ο τελευταίος ποσώς τον ενδιέφερε τι λέγαμε, μιας και δεν ήξερε ούτε λέξη αγγλικά. Απ’ότι κατάλαβα περίμενε καρτερικά στο δωμάτιο του, πότε θα αδειάσει λιγάκι ο χώρος για να πιει ανένοχα το κρασάκι του και να γευτεί λιγάκι από το χοιρινό που περίσσεψε.
Με εκείνα και με τα άλλα ήπιαμε όλο το κρασί, μαζί με τα δώρα που είχαμε φέρει για τον οικοδεσπότη και κάποτε έπρεπε να φύγουμε. Ήταν μια ενδιαφέρουσα βραδιά, από αυτές που δεν προγραμματίζεις και αφήνεις το ρου της νύχτας να την καθοδηγήσουν. Έτσι πέρασα το Tbilisoba μου. Σε μια μικρή αυλίτσα στην Παλιά Τιφλίδα, μερικά μέτρα μακριά από τον κοιτώνα που διέμενα.
*Το μόνο αναληθές στην ιστορία είναι το όνομα του Μουράτ.