Δεν υπάρχει ειλικρινέστερη αγάπη από την αγάπη προς το φαγητό, είχα διαβάσει στον τοίχο ενός μικρού μαγειρείου σε ένα ταξίδι μου και σα λάτρης της γαστρονομίας, οφείλω να συμφωνήσω. Κάθε ταξίδι μου είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον καλομαθημένο ουρανίσκο μου και κάθε φορά σαν άλλος Νεάντερταλ αφυπνίζονται τα ένστικτα αναζήτησης τροφής, όπου και αν βρίσκομαι. Είναι φυσικό στις μέρες μας η εύρεση τροφής να είναι προφανώς ευκολότερη, τα ένστικτα μας όμως δε διαφέρουν και πολύ από τους συμπαθέστατους τριχωτούς προγόνους μας.
Κατά το ταξίδι μου στη νοτιοανατολική Ασία, είχα τη χαρά να επισκεφτώ τέσσερις χώρες, αφήνοντας ανοιχτούς λογαριασμούς με τις υπόλοιπες. Κάθε μία από αυτές ήταν τόσο κοντά μεταξύ τους ενώ παράλληλα απείχαν παρασάγγης. Πως θα μπορούσε άλλωστε να συγκρίνει κανείς την ευημερούσα Σιγκαπούρη, την πετρελαιοπαραγωγό Μαλαισία, την τουριστική Ταϊλάνδη και την αγροτική Καμπότζη. Υπάρχουν φυσικά και πολλά κοινά. Ένα από αυτά είναι ότι σχεδόν εγγυημένα, θα τραφείς καλά και υγιεινά, σε κάθε μία από τις παραπάνω χώρες.
Σε τούτο το κείμενο θα αναφέρω τις γαστρονομικές μου εντυπώσεις από τη λιγότερη προβεβλημένη χώρα της περιοχής, την Καμπότζη. Την χώρα των Χμερ, που ακόμα μοιάζει να προσπαθεί να συνέλθει από τον αιματηρό εμφύλιο των περασμένων δεκαετιών. Ένας λαός με πλούσια ιστορία, μέσα από την οποία έχει δημιουργηθεί μια πολύ ενδιαφέρουσα κουζίνα. Για την συγκεκριμένη κουζίνα έχουν γραφτεί πολλά βιβλία στην παγκόσμια βιβλιογραφία και οι πληροφορίες που μπορεί να αντλήσει κανείς από το διαδίκτυο είναι αμέτρητες. Προσωπικά δε θα κάνω ανάλυση σε συγκεκριμένα εδέσματα και στους τρόπους παρασκευής τους, θα αναφέρω τις εντυπώσεις ενός απλού παρατηρητή.
Είναι πράγματι γεγονός πως η Καμπότζη αποτελεί έναν γαστρονομικό παράδεισο για τους ταξιδιώτες και κυρίως για αυτούς που δε διαθέτουν υψηλό budget. Ευρισκόμενη ανάμεσα στην Ταΐλάνδη και το Βιετνάμ ,που έχουν αναγνωριστεί διεθνώς γαστρονομικά, η χώρα των Χμερ δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τους περισσότερο προβεβλημένους γείτονές της. Με κυρίαρχα υλικά τη φρεσκάδα και την απλότητα, το αποτέλεσμα δε σε αφήνει εύκολα αδιάφορο. Τα κυριότερα συστατικά της Καμποτζιανής κουζίνας είναι τα φρέσκα λαχανικά, το ψάρι γλυκού νερού(συνήθως) και το ρύζι, το οποίο μάλιστα κυριαρχεί καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας και οι επιλογές που έχει κάποιος ώστε να το συνοδεύσει είναι αμέτρητες. Μιας και η χώρα βρίσκεται στις όχθες του 12ου μεγαλύτερου ποταμού της γης, του Μεκόνγκ και της λίμνης του, Τόνλε Σαπ, η ζωή των κατοίκων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το υγρό στοιχείο. Όλα τα ποτάμια που χύνονται στην ευρύτερη λεκάνη του Μεκόνγκ, καθώς και οι όχθες τους, παρέχουν στους ντόπιους τα απαραίτητα για την επιβίωση τους.
Αναμφισβήτητα το Καμποτζιανό φαγητό έχει τις ρίζες του από τον πανάρχαιο πολιτισμό των Χμερ, ενώ με τα χρόνια έχει επηρεαστεί και από άλλες κουλτούρες. Ανάλογα με την περιοχή συναντά κανείς προσθήκες Ταϊλανδικές, Βιετναμέζικες, Ινδικές, Κινέζικες μέχρι και Γαλλικές. Όλοι τους έβαλαν το λιθαράκι τους ώστε να δημιουργηθεί αυτή η τόσο ενδιαφέρουσα κουζίνα. Αν θα μπορούσα να βρω μια μυρωδιά που θα χαρακτήριζε το ντόπιο φαγητό θα ήταν αυτή των limeleaves. Τα φύλλα του πικρολέμονου επικρατούν σε πολλά από τα φαγητά της Καμπότζης και δίνουν στο φαγητό μια ξεχωριστή νότα “γλυκοπικρόξινης” γεύσης. Το χαρακτηριστικότερο πιάτο της χώρας είναι το Amok που παρασκευάζεται παραδοσιακά με ψάρι από το Μεκόνγκ.
Από ρίζες μέχρι κρεατικά και από οστρακοειδή μέχρι κάθε τι που κινείται και πετά, μπορείς να το βρεις σε κάποιον πάγκο της Καμπότζης. Έντομα, χελώνες, σκορπιοί, ποντίκια δε θα μπορούσαν να λείπουν από τούτη τη μακρά λίστα διατροφικών επιλογών της χώρας. Λόγω των πολέμων και των λιμών του παρελθόντος σχεδόν τα πάντα θεωρούνται ως τροφή. Στις μέρες μας αυτό δεν αποτελεί τον κανόνα, παρά μόνο την εξαίρεση. Ο ταξιδιώτης δεν έχει να φοβηθεί τίποτα. Το φαγητό που θα συναντήσει θα είναι φανταστικό. Αν πάλι αναζητά κάτι διαφορετικό για να προκαλέσει τον ουρανίσκο του, είναι πολύ εύκολο να το βρει.
Αν έχεις απορία τι γεύση έχουν τα έντομα και οι σκορπιοί κάνε κλικ εδώ.
Στη χώρα επίσης συναντά κανείς πολλά φαγητά με βάση τα noodles. Από χορτοφαγικά φαγητά, μέχρι συνοδευτικό κρεάτων και σούπες. Όλα τα πιάτα που δοκίμασα κατά τη διάρκεια της παραμονής μου ήταν πολύ χορταστικά, υγιεινά και οι τιμές για τα δεδομένα της χώρας μας είναι ιδιαιτέρως χαμηλές. Από τα υπαίθρια μαγαζάκια με φαγητό μέχρι και τα μικρά εστιατόρια που επισκέφτηκα, διέθεταν αξιοπρεπέστατο φαγητό. Από πλευράς μου, πάντοτε προτιμούσα να πηγαίνω στα μέρη εκείνα που έβλεπα περισσότερους ντόπιους απ’ότι ταξιδιώτες και δεν το μετάνιωσα.
Είναι πράγματι γεγονός πως το μόνο πρόβλημα είναι εκείνο της επικοινωνίας και αυτό το αναφέρω διότι να ονόματα των φαγητών μοιάζουν περισσότερο με κραυγές, για τα δικά μας ακούσματα, παρά με ονομασίες φαγητών. Πως να μην υπάρξει πρόβλημα άραγε όταν για παράδειγμα θέλεις να παραγγείλεις ένα Kuy teav Ko Kho η ένα Ngam nguv, προσποιούμενος ότι μιλάς τη γλώσσα τους? Προτιμότερο είναι διαλέξεις ένα κατάστημα με αριθμημένα πιάτα και να ζητήσεις το πιάτο Νο12 και τη σαλάτα Νο33, συνοδευόμενα από μια τοπική μπύρα. Εκεί δε θα συναντήσετε δυσκολία μιας και οι επικρατέστερες μάρκες είναι η Angkor και η Cambodia. Δεν είναι και τα πιο ψαγμένα ονόματα για ζύθο, είναι τουλάχιστον εύηχα και παραγγέλνονται εύκολα.
Ακόμα, δεν νομίζω να υπάρχει περίπτωση κάποιος τουρίστας να καταλάβει την προφορά των φιλικότατων ντόπιων, εκτός αν έχει σπουδάσει γλωσσολογία με εξειδίκευση στις γλώσσες της νοτιοανατολικής Ασίας. Είναι αλήθεια πως υπερβάλω λιγάκι, μια χαρά μπορείς να παραγγείλεις το φαγητό σου ακόμα και στο πιο απομακρυσμένο χωριουδάκι της χώρας, εξάλλου δε θα κάνουμε πολιτική ανάλυση, ένα πιάτο θα φάμε και η γλώσσα της γαστρονομίας είναι μια σε όλο τον πλανήτη.
Σε εκείνο το ταξίδι στην Ασία μεταξύ άλλων γεύτηκα όμορφες γεύσεις. Έπειτα από μέρες περιπλάνησης με το πιστό μου σακίδιο, συμπέρανα πως η κουζίνα των Χμερ είναι σαν ένα ακατέργαστο διαμάντι που περιμένει την κοπή και το γυάλισμα, έτσι και αυτή προσμένει να γίνει γνωστότερη στο ευρύ κοινό γιατί πραγματικά το αξίζει. Δίχως να υστερεί από τα διάσημα Thai food και Chinese food, τα οποία βρίσκω εξαιρετικά, έρχεται σιγά σιγά και το Cambodian food να πάρει το μερίδιο που του αναλογεί από την παγκόσμια γαστρονομική αγορά. Αν σας δοθεί η ευκαιρία προτείνω να το δοκιμάσετε. Ιδανικά θα ήταν να το πράξετε στην Καμπότζη, αλλά και κάποιο Cambodian restaurant της Ευρώπης πιθανολογώ πως θα σερβίρει υπέροχα πιάτα, αν και θα υστερεί λιγάκι από φρεσκάδα, όπως είναι λογικό.
Αν αναζητάτε καταλύματα στη χώρα ρίξτε μια ματιά στις προσφορές της Booking.