Στην κεντρική Σρι Λάνκα και σε υψόμετρο 2,243μ υψώνεται το Αdam’s Peak η αλλιώς Sri Pada στη ντόπια διαλεκτό. Πρόκειται για ένα πολύ επιβλητικό βουνό και εξαιρετικά ιερό για τις τέσσερις μεγάλες θρησκείες της χωράς (βουδισμό, ινδουισμό, χριστιανισμό, μουσουλμανισμό).
Σύμφωνα με την χριστιανική παράδοση εκεί πρωτοπάτησε το πόδι του ο Αδάμ ερχόμενος στη γη, εξ’ ου και η ονομασία «κορυφή του Αδάμ». Ο ορεινός αυτός όγκος προκαλεί δέος στους επισκέπτες καθώς διακρίνεται από πολύ μακρινή απόσταση. Είναι πολύ λογικό να ιεροποιηθεί από τους ντόπιους και να υπάρχουν θρύλοι και μύθοι γύρω από αυτό το βουνό.
Η φήμη του είχε προηγηθεί από κάποιους φίλους που είχαν τη χαρά να το επισκεφτούν πριν χρόνια. Ήταν επίσης καταχωρημένο σε όλους τους ταξιδιωτικούς οδηγούς της χώρας και από τη στιγμή που αναζητούσαμε την περιπέτεια, δεν θα μπορούσαμε να το παραλείψουμε.
Όλα ξεκίνησαν στον ξενώνα που διαμέναμε, στην Νuwara Εliya, την πρωτεύουσα του φημισμένου τσαγιού Κεϋλάνης. Μια καταπράσινη πόλη που περιβάλλεται από φυτείες τσαγιού. Από κει λοιπόν ξεκινήσαμε τα χαράματα με ένα μίνι-βαν, που ήταν συνηθισμένο στους κακοτράχαλους ορεινούς δρόμους της ενδοχώρας. Ο οδηγός μας ήταν ο Νίαλ, ένας ντόπιος από την Χριστιανική μειονότητα της χώρας και αδελφός του πανδοχέα. Το όχημα εκινείτο άλλοτε με ευκολία και άλλοτε με ιδιαίτερη δυσκολία, μιας και η διαδρομή στο σύνολο της ήταν χωμάτινη, με ορισμένα σημεία να είναι δύσκολα προσπελάσιμα.
Έπειτα από ένα ταξίδι περίπου τριών ωρών και αγναντεύοντας την απίθανη ύπαιθρο της Σρι Λάνκα φτάσαμε στον προορισμό μας.
Τα μονοπάτια που οδηγούν στη κορυφή είναι έξι, εμείς λοιπόν ξεκινήσαμε από το Ηatton- Nallathani. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήμασταν προετοιμασμένοι για μια πολύωρη ανάβαση, από πλευράς εξοπλισμού και καθώς πλησιάζαμε το βουνό που ολοένα ορθωνόταν πελώριο μπροστά μας, αντιληφθήκαμε ότι δεν ήμασταν και καλά προετοιμασμένοι, από πλευράς ψυχολογίας. Μην μπορώντας να κάνουμε πίσω λοιπόν, ξεκινήσαμε να ανεβαίνουμε προς τη κορυφή λες και είχαμε κάνει κάποιο τάμα σε μια θεότητα.
Η διαδρομή αποτελούταν κατά 95% από σκαλιά διαφόρων μεγεθών, που έκανε την ανάβαση δυσκολότερη. Η θέα φυσικά σε αποζημίωνε καθώς έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι στη μέση του πουθενά και περιβάλλεσαι από παρθένα τροπικά δάση και καταρράκτες. Σε όλη τη διαδρομή η Βουδιστική παρουσία ήταν αρκετά αισθητή, καθώς αγάλματα του Βούδα, ναοί και κάποιοι λίγοι βουδιστές μοναχοί έσπαγαν την υπέροχη μονοτονία της φύσης. Καθώς τα σκαλιά συνέχιζαν και η κορυφή όλο και πλησίαζε, κάποιες μικρές στάσεις ήταν απαραίτητες για να πάρουμε κάποιες ανάσες και να απολαύσουμε τη θέα.
Όσο συνεχιζόταν η ανάβαση, ξεπεράσαμε μέχρι και τα σύννεφα. Ο καιρός γινόταν όλο και ψυχρότερος. Μετά από τρεις ώρες πεζοπορίας και έχοντας ως μοναδικό εξοπλισμό ένα μπουκαλάκι νερό, φτάσαμε εν τέλει στην κορυφή.
Η λέξη “επιτέλους” σε συνδυασμό με το επιφώνημα ‘ουφ’, ακούστηκαν μόλις εισήλθαμε στον ναό.
Είναι γεγονός πως εκεί πάνω ζούνε μόνιμα, κάποιοι φύλακες του ναού φορώντας τα δερμάτινα πανωφόρια τους και τα σκουφιά τους. Πράγμα παράξενο αν αναλογιστεί κανείς ότι βρισκόμαστε σε μια τροπική χώρα, τόσο κοντά στον ισημερινό. Όμως το υψόμετρο σε όλο τον πλανήτη κάνει τη δουλειά του.
Εφόσον βγάλαμε τα παπούτσια μας ως οφείλαμε, από τη στιγμή που μπαίναμε σε ιερό χώρο, η κούραση έδωσε τη θέση της στην χαρά και στην ανακούφιση. Στην κορυφή ήμασταν μόνο εμείς και μια ακόμη οικογένεια ντόπιων προσκυνητών. Η θέα από εκεί πάνω είναι μαγική. Λέγεται ότι σε περίπτωση που είναι καθαρός ουρανός, μπορείς να αντικρίσεις μέχρι και την Ινδία.
Ακολούθησαν άλλες δυο ώρες κατάβασης και ακόμη τρεις ώρες με το αυτοκίνητο για το ξενώνα μας, εκεί μας περίμενε ένα σπιτικό rice &carry που γέμισε τα ταλαιπωρημένα στομάχια μας.
Παρότι τα σκαλιά δεν είναι και ο αγαπημένος τρόπος ανάβασης , συν ότι αφιερώσαμε μια ολόκληρη μέρα για αυτόν τον στόχο-προορισμό και ήμασταν πιασμένοι δυο μέρες άξιζε τον κόπο και με το παραπάνω. Το επόμενο πρωινό εγερτήριο στις 5 και με το πρώτο λεωφορείο στο Yala National Park.
Αν αναζητάτε καταλύματα στη χώρα ρίξτε μια ματιά στις προσφορές της Booking.