Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά….
Η Ουκρανία είναι μια μεγάλη χώρα. Για την ακρίβεια, είναι μια υπερβολικά μεγάλη χώρα. Με μέγεθος που ξεπερνά τα 600.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, είναι το δεύτερο μεγαλύτερο κράτος της Ευρώπης μετά τη Ρωσία. Όπως φαντάζει λογικό , το να γυρίσει κανείς μια τέτοια υπερμεγέθη χώρα, απαιτεί χρόνο και υπομονή.
Εφοδιασμένοι με όρεξη να εξερευνήσουμε, αποφασίσαμε με ένα φίλο να επισκεφτούμε αυτή τη γωνιά της ανατολικής Ευρώπης. Μιας και συνήθως κινούμαστε ως ξέμπαρκοι παρίες, ήταν από τα λίγα ταξίδια που θα πραγματοποιούσαμε, συνοδεία ντόπιων κατοίκων. Ο λόγος για τον Αντόν (που γνώρισα σε ένα hostel στο Ταλίν) και τον κολλητό του, τον Γιάσα. Δύο ωραίους τύπους από το Χάρκοβο, με κοινή αγάπη για τα ταξίδια.
Όλα ξεκινούν έναν ηλιόλουστο Μάιο του παρελθόντος, όταν η δίωρη πτήση μας από τη Θεσσαλονίκη, κατέληξε στο αεροδρόμιο του Κίεβο. Εκεί μας περίμεναν οι Ουκρανοί φίλοι μας, οι οποίοι είχαν επιμεληθεί το πρόγραμμα ξενάγησης μας. Το χρονικό περιθώριο ήταν δύο εβδομάδες, μέσα στις οποίες θα προσπαθούσαμε να δούμε όσα περισσότερα μπορούσαμε από το ανατολικό τμήμα της χώρας.
Ήταν γνωστό εκ των προτέρων ότι, θα διασχίζαμε την πολύπαθη το τελευταίο διάστημα ανατολική Ουκρανία, με το πιο διαδεδομένο, ασφαλές και οικονομικό μέσο της χώρας, με το τρένο δηλαδή. Το πρώτο εξ’αυτών θα μας οδηγούσε στη διάσημη Κριμαία και συγκεκριμένα στο ιστορικό λιμάνι της , τη Σεβαστούπολη. Το δρομολόγιο ξεκινούσε οχτώ ώρες μετά την άφιξη μας στη χώρα, οπότε μία εξόρμηση στο κέντρο του Κιέβου ήταν επιβεβλημένη.
Η πρωτεύουσα της χώρας είναι μία από τις ευχάριστες εκπλήξεις της Ευρώπης και τη θαυμάσαμε μέσω της υδάτινης οδού. Όταν ο ήλιος έδυε , γνωρίζαμε ότι έπρεπε να βρεθούμε στο σταθμό των τρένων και να ξεκινήσουμε το μακρύ ταξίδι προς το νότο. Με βιαστικές κινήσεις , φτάσαμε στο πολυπόθητο τρένο. Τα εισιτήρια τα είχε προμηθευτεί από πριν ο Αντόν και όλη η τετραμελής ομάδα απλώς επιβιβάστηκε στο ανάλογο βαγόνι δίχως να χάσουμε χρόνο. Το δρομολόγιο Κίεβο- Σεβαστούπολη ήταν μακρύ και επίπονο, 17 ολόκληρες ώρες διασχίζαμε μεγάλο τμήμα της χώρας από βορρά προς νότο. Η διαδρομή εξελισσόταν κυρίως τις νυχτερινές ώρες όπου ξεκουραζόμασταν στα μικρά (αλλά παρόλα ταύτα) βολικά κρεβατάκια του τρένο. Όλοι οι επιβάτες είχαν το προσωπικό τους κρεβάτι καθώς και τα ανάλογα κρεβατοσκεπάσματα. Η ζέστη στις τετράκλινες καμπίνες ήταν κάποιες στιγμές αφόρητη και τα συστήματα εξαερισμού υποτυπώδη. Από πλευράς οργάνωσης υπήρξαμε απροετοίμαστοι (όπως πάντα). Δεν είχαμε μαζί μας κάποιο φαγώσιμο, ούτε καν νεράκι.
Αποδείχθηκε τεράστιο σφάλμα.
Το μακρύ σοβιετικό τρενάκι δεν είχε κάποιο κυλικείο ή κάτι παρόμοιο τελοσπάντων. Κατά συνέπεια τα ταξιδιωτικά μας στομάχια είχαν γίνει κόμπος και η θέα των μπαμπούσκων συνεπιβατών να καλοτρώνε χειροποίητες ουκρανικές λιχουδιές ήταν βασανιστική. Μετά βίας δε ζητήσαμε τροφή και τα ενεργειακά μας αποθέματα, μας εγκατέλειπαν. Αυτήν την έλλειψη σε τροφή γνωρίζουν οι απανταχού πλανόδιοι πωλητές που δίνουν τη δική τους μάχη στις ολιγόλεπτες στάσεις στην ουκρανική ύπαιθρο. Εκεί μπορεί να βρει κανείς σχεδόν τα πάντα, μέχρι και παστά ψάρια.
Μία κυρία από αυτές επιμελήθηκε τη διατροφή μου. Τα κρύα και μπαγιάτικα πιροσκί που αγόρασα ,έμοιαζαν με καλοψημένη χωριάτικη πίτα της γιαγιάς. Ήταν ότι πρέπει για να πάρω δυνάμεις για το υπόλοιπο του ταξιδιού. Οι φίλοι Ουκρανοί με αποκάλεσαν ριψοκίνδυνο διατροφικά, αλλά προτίμησα να φάω κάτι με το ανάλογο ρίσκο παρά να κλείσω 24 ώρες νηστικός. Για καλή μας τύχη το τσάι και ο καφές έρεαν σε αφθονία και τουλάχιστον ενυδατονόμασταν.
*Αν βρεθείτε κατά κει πάρτε κανένα κολατσιό μαζί σας. Ποτέ δεν ξέρεις.
Κατά τη διάρκεια όλης αυτής της δεκαεφτάωρης διαδρομής, ο επιβάτης θαυμάζει τις ατελείωτες εκτάσεις της ουκρανικής υπαίθρου. Ατελείωτα στρέμματα καλλιεργειών με κύρια το ηλιόσπορο μαρτυρούν γιατί η χώρα θεωρείται ο σιτοβολώνας της Ευρώπης. Περνώντας από πόλεις στις οποίες ήκμασαν ελληνικές κοινότητες κατά το παρελθόν, όπως η Χερσώνα και το Μπακτσισαράι, συνεχίζουμε την πορεία μας. Όσο νοτιότερα κατεβαίνει κανείς και πλησιάζει τη χερσόνησο της Κριμαίας, τόσο το τοπίο γίνεται πιο άγριο και τραχύ.
Το τρένο σε πάμπολλα σημεία κινείται με χαμηλή ταχύτητα λόγο των ανηφορικών κλίσεων. Τούτο παιδεύει ακόμα περισσότερο τον κατάκοπο και ταλαιπωρημένο ταξιδιώτη που αδημονεί να φτάσει στον προορισμό του. Όταν αυτό το φαινομενικά ατελείωτο ταξίδι τελειώνει, βρίσκεσαι στη ναυτική Σεβαστούπολη. Μία πόλη με εντονότατο ρωσικό στοιχείο πριν ακόμα προσαρτηθεί η Κριμαία στη Ρωσία. Νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε μία τεράστια ναυτική βάση, μιας και οι παρουσία αξιωματικών, ναυτικών ,μουσείων και ναυστάθμων είναι έντονη.
Όταν η περιήγηση του νοτιότερου άκρου της Ουκρανίας(εκείνη την εποχή) τελείωσε, επόμενος προορισμός μας θα ήταν το Χάρκοβο. Η γενέτειρα των φίλων μας και η πόλη που θα περνούσαμε το μεγαλύτερο διάστημα των διακοπών μας. Το τρένο που θα μας οδηγούσε στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας , θα διένυε το μεγαλύτερο τμήμα της ανατολικής Ουκρανίας με κατεύθυνση το βορρά. Το ταξίδι είχε αφετηρία την πρωτεύουσα της Κριμαίας, τη Συμφερόπολη. Πρόκειται για μία ήρεμη πόλη στο εσωτερικό της χερσονήσου, που περιβάλλεται από χαμηλού υψομέτρου βουνά.
Η διαδρομή για το Χάρκοβο διήρκεσε 12 ώρες και ήταν λίγο πολύ μια αντιγραφή του προηγούμενου δρομολογίου. Για άλλη μια φορά αγναντεύαμε την ύπαιθρο της χώρας. Ακόμα βλέπαμε χωριά που έμοιαζαν ξεκομμένα από το χάρτη , δίχως τις απαραίτητες υποδομές. Το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της επαρχίας είναι αισθητό χαμηλότερο από αυτό των αστών. Όταν το ταξίδι τελείωσε και όντας πιο προετοιμασμένοι διατροφικά φτάσαμε στο Χάρκοβο. Η πόλη καμαρώνει ότι διαθέτει τον πιο όμορφο και πιο μεγάλο σταθμό τρένων της χώρας. Μάλιστα το κτήριο που στεγάζεται ο σταθμός, κατά κάποιο τρόπο θεωρείται ως έμβλημα της πόλης. Για την πόλη που συμπαθήσαμε ιδιαιτέρως , έχω αναφερθεί στο παρελθόν και θα συνεχίσω να αναφέρομαι.
Όταν έπειτα από μια εβδομάδα αποχαιρετήσαμε τον Γιάσα και τον Αντόν, σειρά είχε η μετάβαση των δυο μας στο Κίεβο, ώστε να κλείσει ο κύκλος του ταξιδιού. Από εκεί την επομένη θα επιβιβαζόμασταν στο αεροπλάνο που θα μας επέστρεφε στη Θεσσαλονίκη. Η διαδρομή από το Χάρκοβο στο Κίεβο διήρκεσε 10 ώρες και το τοπίο είχε ελάχιστες μεταβολές από τα προηγούμενα δύο δρομολόγια. Η μετάβαση έγινε κατά τις νυχτερινές ώρες, με σκοπό να εξοικονομίσουμε χρήμα από μία επιπλέον βραδιά για τη διαμονή μας σε κάποιο δωμάτιο. Ο ύπνος ήταν θορυβώδης αλλά βαθύς και τα μικρά και στενά κρεβατάκια βοήθησαν ώστε να ξεκουραστούμε. Με την άφιξή μας στην πρωτεύουσα, πήραμε απευθείας το λεωφορείο για το αεροδρόμιο, διότι σε λίγες ώρες πετούσαμε.
Διασχίζοντας τη μισή Ουκρανία με τρένο, αντιληφθήκαμε ιδίοις όμμασι, το μέγεθος αυτού του κράτους. Πρόκειται για μια τεράστια πεδινή χώρα με κάποια ορεινά “ξεσπάσματα” στο νότο και στη δύση. Ήταν μια όμορφη και ασφαλής εμπειρία , η οποία σε συνέδεε άμεσα με τους ντόπιους και τις συνήθειες τους. Παράλληλα ήταν αρκετά κοπιαστικό, μιας και ορισμένες φορές οι ώρες έμοιαζαν ατελείωτες. Οι Ουκρανοί είναι συνηθισμένοι στις τεράστιες αυτές αποστάσεις και δε δείχνουν να πτοούνται από αυτές.
Μακάρι το μέλλον αυτής της πολύπαθης χώρας να είναι πιο ειρηνικό και να ξαναζήσω την εμπειρία αυτών των ξέγνοιαστων διαδρομών.
*Για περισσότερες λεπτομέρειες επισκεφτείτε το επίσημο site των σιδηρόδρομων.